κατάρτυσις

From LSJ
Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάρτῡσις Medium diacritics: κατάρτυσις Low diacritics: κατάρτυσις Capitals: ΚΑΤΑΡΤΥΣΙΣ
Transliteration A: katártysis Transliteration B: katartysis Transliteration C: katartysis Beta Code: kata/rtusis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A training, discipline, παιδεία καὶ κ. Plu.Them.2; ψυχῶν Iamb.VP16.68, cf. 20.95.    2 = confectio, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1376] ἡ, Zubereitung, Einrichtung, Anordnung, Erziehung, Sp.; von Pferden, Dressur, Plut. Them. 2.

Greek (Liddell-Scott)

κατάρτῡσις: -εως, ἡ, (καταρτύω), κατάρτισις (ὃ ἴδε), Ἰάμβλ. ἐν Β. Πυθ. 68 καὶ 95.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d’élever, de former, de dresser, de discipliner.
Étymologie: καταρτύω.

Greek Monolingual

κατάρτυσις, ἡ (Α) καταρτύω
1. η άσκηση, η εκγύμναση, η αγωγή («τοὺς τραχυτάτους πώλους ἀρίστους ἵππους γίγνεσθαι... ὅταν ἧς προσήκει τύχωσι παιδείας καὶ καταρτύσεως», Πλούτ.)
2. η επεξεργασία, η κατασκευή.