κλινίδιον
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
English (LSJ)
τό, Dim. of κλίνη, Ar.Lys.916, D.H.7.68, J.AJ17.6.3, Plu.2.751b;
A κ. κρεμαστόν Antyll. ap. Orib. 6.23.6, Herod.Med. ap. eund.6.25.4. 2 = Lat. lectica, Plu.Cor. 24.
German (Pape)
[Seite 1454] τό, dim. von κλίνη, Bettchen; Ar. Lys. 916 u. Sp.; auch = S än ste, ἐν κλινιδίῳ φοράδην κομισθεὶς εἰς τὴν σύγκλητον Plut. Coriol. 24.
Greek (Liddell-Scott)
κλῑνίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κλίνη, Ἀριστοφ. Λυσ. 916, Διον. Ἁλ. 7. 59, Πλουτ. Κοριολ. 24.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit lit, civière.
Étymologie: dim. de κλίνη.
English (Strong)
neuter of a presumed derivative of κλίνη; a pallet or little couch: bed.
English (Thayer)
κλινιδιου, τό (κλίνη), a small bed, a couch: Dionysius Halicarnassus, Antiquities 7,68; Artemidorus Daldianus, oneir. 1,2; Antoninus 10,28; several times in Plutarch; (cf. Pollux 10,7).)
Greek Monolingual
κλινίδιον, τὸ (Α) κλίνη
1. κλινάριον
2. φορείο, φορητή κλίνη («ἐν κλινιδίῳ... κομισθεὶς εἰς τὴν σύγκλητον», Πλούτ.).
Greek Monotonic
κλῑνίδιον: τό, υποκορ. του κλίνη, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλινίδιον -ου, τό, demin. van κλίνη, bedje.