κρόσσαι
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
English (LSJ)
ῶν, αἱ, prob. =
A stepped copings of parapets, κρόσσας μὲν πύργων ἔρυον καὶ ἔρειπον ἐπάλξεις Il.12.258; κροσσάων ἐπέβαινον ib.444 (expld. by Aristarch. as scaling ladders). 2 courses, steps of the Pyramids, Hdt.2.125.
Greek (Liddell-Scott)
κρόσσαι: -ῶν, αἱ, ἑρμηνεύεται ἐν τοῖς Ἑνετ. Σχολ. καὶ παρ’ Ἡσύχ. ὡς σημαῖνον ἢ κλίμακας πρὸς ἀνάβασιν ἢ τὰς ἐπὶ τῶν τειχῶν ἐπάλξεις· ἡ πρώτη σημασία θὰ ἠδύνατο νὰ ἁρμόζῃ ἐν Ἰλ. Μ. 444 (κροσσάων ἐπέβαινον), ἀλλ’ ἡ δευτέρα εἶναι ἡ μόνη λογικῶς δυνατὴ ἐν Μ. 258 (κρόσσας μὲν πύργων ἔρυον καὶ ἔρειπον ἐπάλξεις)· παρ’ Ἡροδ. 2. 125, ἡ λέξις σημαίνει τὰς σειρὰς τῶν λίθων ἢ τὰς βαθμίδας τῶν πυραμίδων ἀπὸ τῆς βάσεως μέχρι τῆς κορυφῆς· ὁ αὐτὸς ἑρμηνεύει τὸ κρόσσαι διὰ τῶν λέξεων βωμίδες, ἀναβαθμοί. Ἐκ παραβολῆς πρὸς τὸ κροσσοὶ (θύσανοι), καὶ πρόπροσσος, εἶναι φανερὸν ὅτι ἡ λέξ. κρόσσαι πρέπει νὰ σημαίνῃ πράγματα τοποθετημένα κατὰ κανονικὰ διαστήματα οἷα αἱ βαθμίδες· ἴσως δὲ ἐν σχέσει πρὸς τεῖχος ἐσήμαινεν ἀρχικῶς τὰς βαθμίδας, δι’ ὧν τὰ ὀχυρώματα ἐπεξετείνοντο ἐπὶ τῆς κλιτύος λόφου, ὡς δύναταί τις νὰ ἴδῃ τὸ τοιοῦτον εἰς ἀρχαίας ὠχυρωμένας πόλεις.
French (Bailly abrégé)
ῶν (αἱ) :
pierres saillantes ou corbeaux formant comme un escalier le long d’une construction.
Étymologie: apparenté avec κόρση ; cf. κάρα.
English (Autenrieth)
(cf. κόρση, κάρη): πύργων, walls or breasting of the towers, between foundations and battlements, Il. 12.258, 444.
Greek Monolingual
κρόσσαι, αἱ (Α)
1. οι επάλξεις τών τειχών και τών πύργων («κρόσσας μὲν πύργων ἔρυον, καὶ ἔρειπον ἐπάλξεις», Ομ. Ιλ.)
2. βαθμίδες, σκαλοπάτια («ἐποιήθη δὲ ὧδε αὕτη ἡ πυραμίς, ἀναβαθμῶν τρόπον, τὰς μετεξέτεροι κρόσσας, οἱ δὲ βωμίδας ὀνομάζουσι», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρόσσαι προέρχεται πιθ. από κροκ-yα (< krok-, ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας krek- «προεξέχω» και «προεξέχον δοκάρι») και συνδέεται με λιθουαν. krake «ράβδος», krẽklas «πλάγιες δοκοί που στηρίζουν τη στέγη», ρωσ. krόkwa].
Greek Monotonic
κρόσσαι: -ῶν, αἱ, σκάλες για ανάβαση στα τείχη, για σκαρφάλωμα στις επάλξεις, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τις βαθμίδες με τις οποίες οι πυραμίδες κατέληγαν στην κορυφή, σε Ηρόδ.