παραπλάσσω

From LSJ
Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπλάσσω Medium diacritics: παραπλάσσω Low diacritics: παραπλάσσω Capitals: ΠΑΡΑΠΛΑΣΣΩ
Transliteration A: paraplássō Transliteration B: paraplassō Transliteration C: paraplasso Beta Code: parapla/ssw

English (LSJ)

Att. παραπλάττω,

   A transform, in fut. Med. -πλάσομαι S.E.M.1.208 :—Pass., receive another form, Hero Spir.1 Prooem.    II Med., append, παραπλάσασθαι τῇ τοῦ γεννηθέντος ὥρᾳ τὰ κατ' οὐρανὸν βλεπόμενα S.E.M.5.70, cf. Phld.Rh.1.6S.

German (Pape)

[Seite 494] (s. πλάσσω), umbilden, in eine andere, bes. schlechtere Form bringen, Sp., bes. Gramm., παραπλασόμεθα S. Emp. adv. gramm. 208; pass. eine andere Form annehmen; – anbilden, andichten, Sp. Davon

Greek (Liddell-Scott)

παραπλάσσω: Ἀττ. -ττω, μεταπλάσσω, μεταμορφῶ, ὁποῖα πολλὰ νὺξ παραπλάττειν θέλει Θεόδ. Πρόδρ. κατὰ Ροδάνθ. καὶ Δοσικλέα Β΄, στ. 307: ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 208· - παθ., λαμβάνω ἕτερον τύπον, μεταμορφοῦμαι, μεταβάλλομαι, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθ. 148. ΙΙ. περιγράφω τινί τι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 70.

Greek Monolingual

και παραπλάττω ΜΑ
μετασχηματίζω, μεταμορφώνω («ὁποῑα πολλὰ νὺξ παραπλάττειν θέλει», Πρόδρ.)
αρχ.
μέσ. παραπλάττομαι
προσαρτώ, εξαρτώ («παραπλάσασθαι τῇ τοῡ γεννηθέντος ὥρα τὰ κατ' οὐρανὸν βλεπόμενα», Σέξτ. Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πλάσσω «πλάθω»].