σάτον
Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.
English (LSJ)
τό, a Hebrew measure, 1/30 of a κόρος, = about a modius and a half or 24
A sextarii, LXX Hg.2.17(16), Ev.Matt.13.33, al., J.AJ9.4.5. (Hebr. seah.)
Greek (Liddell-Scott)
σάτον: τό, Ἑβραϊκὴ λέξις, τὸ 1]30 τοῦ κόρου, = περίπου πρὸς ἕνα καὶ ἥμισυ μόδιον ἢ 24 sextarii, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 33, κ. ἀλλ., πρβλ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 9. 4, 5, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
mesure hébraïque pour les produits secs (farine, grain …), valant un modius romain et demi ou 24 setiers (12 litres).
English (Strong)
of Hebrew origin (סְאָה־); a certain measure for things dry: measure.
English (Thayer)
(Hebrew כְאָה, Chaldean כָאתָא, Syriac)t)S ), σατου, τό, a kind of dry measure, a modius and a half (equivalent to about a peck and a half (cf. μόδιος)) (Josephus, Antiquities 9,4, 5 ἰσχύει δέ τό σάτον μόδιον, καί ἥμισυ ἰταλικον; cf. Aq. and Symm.); A. V. 'three measures of meal' i. e. the common quantity for 'a baking' (cf. 1 Samuel 1:24)).
Greek Monolingual
τὸ, Α
μονάδα μέτρησης που αντιστοιχεί στο 1/30 του κόρου («ἐνέκρυψεν εἰς ἀλεύρου σάτα τρία», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. şeah].
Greek Monotonic
σάτον: τό, εβρ. μονάδα μέτρησης (έκτασης ή χωρητικότητας), 1/30 της μονάδας = κόρος, περίπου 1 1/2 μόδιο ή 24 sextarii, σε Καινή Διαθήκη