σιτώνης

From LSJ
Revision as of 11:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτώνης Medium diacritics: σιτώνης Low diacritics: σιτώνης Capitals: ΣΙΤΩΝΗΣ
Transliteration A: sitṓnēs Transliteration B: sitōnēs Transliteration C: sitonis Beta Code: sitw/nhs

English (LSJ)

ου, ὁ, (ὠνέομαι)

   A public buyer of corn, an officer in many Greek states, as at Athens, D.18.248, IG22.792.11; at Samos, SIG976.45 (ii B.C.); in Laconia, IG5(1).551.4 (iii A.D.); at Thyatira, IGRom.4.1228.

German (Pape)

[Seite 887] ὁ, Getreidekäufer, Commissär zum Getreideaufkauf; Dem. 18, 248; Plut. X. oratt. p. 262.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτώνης: -ου, ὁ, (ὠνέομαι) ὁ ἀγοράζων σῖτον, ὁ ἐπιτετραμμένος τὴν ἀγορὰν σίτου, ὑπάλληλος ἐν πολλαῖς Ἑλληνικαῖς πολιτείαις, οἷον ἐν Ἀθήναις, Δημ. 310. 1˙ ἐν Λακωνικῇ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1370˙ ἐν Θυατείροις, 3490˙ ἐν Ταυρομενίῳ, 5640 Ι. 32, κ. ἀλλ.˙ πρβλ. σιταγέρτης- σῑτωνέω, εἶμαι σιτώνης, Συλλ. Ἐπιγρ. 1370., 1058Α. 65. ΙΙ. ἔμπορος σίτου, Λιβάν. 4. 164, Γρηγ. Ναζ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
à Athènes commissaire chargé des achats de blé.
Étymologie: σῖτος, ὠνέομαι.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. αυτός που αγοράζει σιτάρι
2. ονομασία δημόσιου υπαλλήλου σε πολλές ελληνικές πόλεις, του οποίου έργο ήταν η αγορά ποσοτήτων σιτηρών για λογαριασμό του δημοσίου καθώς και η μεταπώλησή τους κατά τρόπο ώστε να υπάρχει επάρκεια και να καλύπτονται οι ανάγκες του πληθυσμού σε αυτό το είδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -ώνης (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. οιν-ώνης].

Greek Monotonic

σῑτώνης: -ου, ὁ (ὠνέομαι), αυτός που αγοράζει σιτηρά, προμηθευτής σιτηρών, σιτιστής, σε Δημ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιτώνης -ου, ὁ [σῖτος, ὠνέομαι] officiële graankoper.