Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκυτοτόμος

From LSJ
Revision as of 10:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῡτοτόμος Medium diacritics: σκυτοτόμος Low diacritics: σκυτοτόμος Capitals: ΣΚΥΤΟΤΟΜΟΣ
Transliteration A: skytotómos Transliteration B: skytotomos Transliteration C: skytotomos Beta Code: skuto/tomos

English (LSJ)

(parox.), ὁ,

   A leather-cutter, worker in leather, Il.7.221, Pl.R.601c, X. Cyr.6.2.37, etc.; esp. shoemaker, cobbler, Ar.Eq.740, Lys.414, Pl. Grg.447d, al., IG22.2403 (Piraeus, iv B.C.).

German (Pape)

[Seite 909] Leder schneidend, bes. zu Schuhen; als subst. der Lederarbeiter, Riemer, Sattler, Schuster; Il. 7, 221; Ar. Equ. 737 Eccl. 385; Plat. Prot. 319 d Gorg. 447 d u. öfter; Xen. Cyr. 6, 2, 37.

Greek (Liddell-Scott)

σκῡτοτόμος: ὁ, (√ΤΕΜ, τέμνω) ὁ κόπτων δέρματα, ἐργαζόμενος εἰς δέρματα, Ἰλ. Η. 221, Πλάτ. Πολ. 601C, Ξεν., κλπ.· μάλιστα δὲ ὑποδηματοποιός, ἢ διορθωτὴς παλαιῶν ὑποδημάτων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 740, Λυσ. 414, Πλάτ. Γοργ. 447D, κ. ἀλλ.- Καθ’ Ἡσύχ.: «λωροτόμος, σκηνορράφος». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 319.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
qui taille du cuir ; ὁ σκυτοτόμος :
1 ouvrier en cuir en gén.
2 cordonnier.
Étymologie: σκῦτος, τέμνω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
1. αυτός που τέμνει, που επεξεργάζεται δέρματα και κατασκευάζει δερμάτινα είδη
2. υποδηματοποιός ή διορθωτής παλαιών υποδημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῡτος «κατεργασμένο δέρμα» + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λίθο-τόμος.

Greek Monotonic

σκῡτοτόμος: ὁ (τέμνω), αυτός που τεμαχίζει δέρματα, που εργάζεται στην κατεργασία δέρματος, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν. κ.λπ.· ιδίως υποδηματοποιός, μπαλωματής, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκυτοτόμος -ου, ὁ [σκῦτος, τέμνω] leersnijder, schoenmaker, schoenlapper.