Σκῦρος
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
ἡ, the island of Scyros,
A Σ. αἰπεῖα Il.9.668:—Adj. Σκύριος, α, ον, of or from Scyros, Pi.Fr.106; ἀρχὴ Σ., prov. of a useless acquisition, Lib.Ep.1200, Eust.782.52: Σκύριος, ὁ, a Scyrian, Hdt. 7.183, etc.; Σκυρία δίκη, a lawsuit in which the defendant pleaded absence in Scyros, Com.Adesp.902: Σκῡρόθεν, Adv. from Scyros, Il.19.332.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
Skyros :
1 une des Sporades;
2 ville de la petite Phrygie.
Étymologie: DELG σκῦρος.
English (Autenrieth)
Scyros.—(1) an island northwest of Chios, with a city of the same name, Od. 11.509, Il. 19.326 .—Σκῦρόθεν, from Scyros, Il. 19.332.—(2) a town in Lesser Phrygia, Il. 9.668.
English (Slater)
Σκῡρος the island. ὁ δ' ἀποπλέων (sc. Νεοπτόλεμος)
1 Σκύρου μὲν ἅμαρτε, πλαγχθέντες δ' εἰς Ἐφύραν ἵκοντο (N. 7.37) ἦλθον ἄγγελοι ὀπίσω Σκυρόθεν Νεοπτόλεμον εὐρυβίαν ἄγοντες (Pae. 6.102)
Greek Monotonic
Σκῦρος: ἡ, η νήσος Σκύρος, ένα από τα νησιά των Σποράδων, κοντά στην Εύβοια, σε Όμηρ.· επίθ. Σκύριος, ὁ, κάτοικος της Σκύρου, σε Ηρόδ.· επίρρ., Σκῡρόθεν, από τη Σκύρο, σε Ομήρ. Ιλ.