στρυφνότης

From LSJ
Revision as of 01:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἐφ' ὅσον αὐτοῦὑπόστασις τῶν χρόνων ὑπῆρχεν → as long as his store of years lasted

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρυφνότης Medium diacritics: στρυφνότης Low diacritics: στρυφνότης Capitals: ΣΤΡΥΦΝΟΤΗΣ
Transliteration A: stryphnótēs Transliteration B: stryphnotēs Transliteration C: stryfnotis Beta Code: strufno/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A rough, harsh taste, sourness, Arist.Cat.9a30, Pr.864b5: pl., Diocl.Fr.138, Gal.6.465.    II metaph., harshness of style, prob. in D.H.Dem.34 (στριφνότης (q.v.) codd.); περὶ τὸ ἦθος Plu.Mar.2.

German (Pape)

[Seite 957] ητος, ἡ, zusammenziender, herber, saurer Geschmack, Theophr. u. Plut.; u. übertr., sauertöpfisches, mürrisches Wesen, Plut. Mar. 2; aber στρ. τῆς λέξεως ist = das durchdringende, D. Hal. de Dem. vi 34.

Greek (Liddell-Scott)

στρυφνότης: -ητος, ἡ, τραχεῖα, στρυφνὴ γεῦσις, «στυφάδα», «ξινάδα»,· Ἀριστ. Κατηγ. 8, 8, Προβλ. 1. 42, 4. ΙΙ. μεταφορ., τραχύτης ὕφους, Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 34· στρ. περὶ τὸ ἦθος Πλουτ. Μάρ. 2.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
1 saveur âcre, acerbe;
2 fig. caractère âpre, morose.
Étymologie: στρυφνός.

Greek Monotonic

στρυφνότης: -ητος, ἡ, οξεία, δριμεία, στυφή γεύση· μεταφ., τραχύτητα, δυστροπία χαρακτήρα, σε Πλούτ.