σύνδενδρος

From LSJ
Revision as of 01:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνδενδρος Medium diacritics: σύνδενδρος Low diacritics: σύνδενδρος Capitals: ΣΥΝΔΕΝΔΡΟΣ
Transliteration A: sýndendros Transliteration B: syndendros Transliteration C: syndendros Beta Code: su/ndendros

English (LSJ)

ον,

   A thickly-wooded, Dicaearch.1.8, Plb.12.4.2, Sch.Il.Oxy.1086.10; τόποι Arr.Tact.27.4; ὕλη Babr.43.1; ἔν τινι συνδένδρῳ in a thickly-wooded place, Plu. 2.310e.

German (Pape)

[Seite 1006] dicht mit Bäumen besetzt; waldig; νῆσος, Pol. 12, 4, 2; ὕλη, Babr. 43, 11; – τὸ σύνδενδρον, die Waldung, das Dickicht.

Greek (Liddell-Scott)

σύνδενδρος: -ον, ὁ πυκνὰ δένδρα ἔχων, κατάφυτος ἐκ δένδρων, Πολύβ. 12. 4, 2, Δείναρχ. σελ. 12· ὕλη Βάβρ. 43· ἔν τινι συνδένδρῳ, δασώδει, πλήρει δένδρων πυκνῶν τόπῳ, Πλούτ. 2. 310Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
rempli d’arbres, boisé ; τὸ σύνδενδρον le fourré.
Étymologie: σύν, δένδρον.

Greek Monolingual

-η, -ο / σύνδενδρος, -ον, ΝΑ
(για τόπο) γεμάτος δένδρα, κατάφυτος από δένδρα («σύνδενδρος ὕλη», Βάβρ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ σύνδενδρον Ν
τόπος κατάφυτος από δένδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -δενδρος (< δένδρον), πρβλ. κατά-δενδρος].

Greek Monolingual

-η, -ο / σύνδενδρος, -ον, ΝΑ
(για τόπο) γεμάτος δένδρα, κατάφυτος από δένδρα («σύνδενδρος ὕλη», Βάβρ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ σύνδενδρον Ν
τόπος κατάφυτος από δένδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -δενδρος (< δένδρον), πρβλ. κατά-δενδρος].

Greek Monotonic

σύνδενδρος: -ον (δένδρον), κατάφυτος από πολλά δέντρα, αυτός που έχει πυκνά δέντρα, σε Βάβρ.