συνέψω

From LSJ
Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνέψω Medium diacritics: συνέψω Low diacritics: συνέψω Capitals: ΣΥΝΕΨΩ
Transliteration A: synépsō Transliteration B: synepsō Transliteration C: synepso Beta Code: sune/yw

English (LSJ)

aor.

   A -έψησα SIG1171.16 (Lebena):—boil together, [κράμβῃ] τὰ λιπαρὰ τῶν κρεῶν Dsc.2.122, cf. PHolm.21.33, etc.; of the coction of humours, Hp.VM19 (Pass.); of digestion, Id.Vict.3.79; of urine retained and heating in the bladder, Id.Aër.9; of heat, cause to ferment, Thphr.CP1.21.2 (Pass.), etc.:—Pass., to be boiled together, Arist.Fr.110, Luc.JTr.30, Sor.2.13, Gal.13.39; to be boiled or smelted with, χαλκῷ Arist.Mir.835a11; κρέασι Thphr.HP9.18.2.--The pres. συνεψέω occurs in late writers, Gal.Vict.Att.115, Id.15.692, Aret.CA 1.2 (Pass.), Alex.Trall.Febr.3, Gp.8.36.2; cf. ἕψω: aor. συνῆψας is corrupt in Timocl.21.4 (leg. αἷσιν ἧψες).

German (Pape)

[Seite 1022] (s. ἕψω), mit od. zugleich kochen; Theophr.; Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συνέψω: μέλλ. -εψήσω, ἕψω, βράζω ὁμοῦ, οὐκ ἄρνεια κρέα καὶ χελώνη νῦν ἐν Λυδίᾳ ξυνέψεται Λουκ. Ζεὺς Τραγῳδ. 30, Γαλην. τῶν κατὰ Τόπ. 7, Διοσκ. 2. 148, κτλ.· ― ἐπὶ τῆς ἀφομοιώσεως τῶν χυμῶν, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 16· ἐπὶ οὔρων διαμενόντων ἐν τῇ κύστει καὶ θερμαινομένων, ὁ αὐτ. π. Ἀέρ. 286· ― ἐπὶ θερμότητος, προξενῶ ζύμωσιν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 21, 2, κτλ. ― Παθητ., βράζομαι ὁμοῦ, Ἀριστ. Ἀποσπ. 105· βράζομαι ἢ χωνεύομαι, τήκομαι ὁμοῦ, χαλκῷ ὁ αὐτ. π. Θαυμ. 62. ― Ὁ ἐνεστ. συνεψέω ἢ -άω ἀπαντᾷ παρὰ μεταγεν. συγγραφ., ἴδε ἐν λ. ἑψέω· ὁ πλημμελὴς ἀόρ. συνῆψας ἐν Τιμοκλ. «Λήθῃ» 1, διωρθώθῃ ὑπὸ τοῦ Δινδ. ἧψες, ἐν αἷσιν ἧψες ἀντὶ τοῦ ἐν αἷς συνῆψας.

French (Bailly abrégé)

faire cuire avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἕψω.

Greek Monolingual

Α
1. βράζω ή ψήνω δύο πράγματα μαζί
2. παθ. συνέψομαι
α) (για καρπούς) ωριμάζω
β) (για μέταλλα) τήκομαι ταυτόχρονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἕψω «βράζω, μαγειρεύω, ψήνω»].