σωρεία

From LSJ
Revision as of 10:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωρεία Medium diacritics: σωρεία Low diacritics: σωρεία Capitals: ΣΩΡΕΙΑ
Transliteration A: sōreía Transliteration B: sōreia Transliteration C: soreia Beta Code: swrei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A heaping up, ἡ ἐπὶ τοσοῦτο σ. Plu.Oth.14.    2 summation, Porph.Sent.36, Iamb.in Nic.p.81 P., al.    3 arithmetical progression, Theol.Ar.21.

German (Pape)

[Seite 1060] ἡ, das Häufen, Anhäufen; Plut. Otho 14; – auch = σωρός, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

σωρεία: ἡ, ἐπισώρευσις, ἡ ἐπὶ ταὐτὸ σωρεία καὶ συμφόρησις Πλουτ. Ὄθων 14. 2) = σωρός, τὴν ἐπάλληλον τῶν ὀστέων σωρείαν Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 769Β· κατὰ σωρείαν, ἐν σωρῷ, Νεμέσ. περὶ Φύσ. Ἀνθρώπ. σ. 128, Ἰαμβλ., κλπ. ΙΙ. ἡ χρῆσις σωρείτου, φιλοσόφων σωρεία Τατιαν. πρὸς Ἕλληνας σ. 99, 6.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ σωρεύω
συσσωρευμένη ποσότητα, μεγάλη ποσότητα (α. «σωρεία εγγράφων» β. «σωρεία επιχειρημάτων» γ. «οὐκ εἶδεν ἐν πολυανδρίῳ... τὴν ἐπάλληλον τῶν ὀστέων σωρείαν», Γρηγ. Νύσσ.)
μσν.-αρχ.
1. συγκέντρωση σε σωρό, σχηματισμός σωρού
2. συνδυασμός («οὐ κατὰ σωρείαν συντιθεμένων αὐτῶν ἀλλὰ ἀνακιρναμένων», Νεμέσ.)
αρχ.
μαθημ.
1. άθροιση, συνυπολογισμός
2. αριθμητική πρόοδος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σωρεία -ας, ἡ [σωρεύω] opeenstapeling.