ὑφεῖσα
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
Ion. ὕπεισα,
A I placed under or secretly, ὑπείσας ἄνδρας (Ion. part.) having set them in ambush, Hdt.3.126, cf. 6.103; λόχον ὑφείσας Nic.Dam.55J.: but as (ὑφ-) εἷσα is the augmented aor. of ἑδ- (cf. καθίζω, Att. fut. καθέσω), the part. must be unaugmented, and ὑπέσας, ὑπέσαντες shd. be restored in Hdt. ll. cc., and either ὑφέσας or the later form ὑφίσας [ῐ] (cf. ὑφίζω) in Nic.Dam.l.c.
Greek (Liddell-Scott)
ὑφεῖσα: Ἰων. ὑπεῖσα, ἐτοποθέτησα κρυφίως, ὑπείσας ἄνδρας (Ἰων. μετοχ.), τοποθετήσας ἄνδρας εἰς ἐνέδραν, Ἡρόδ. 3. 126., 6. 103, πρβλ. Νικ. Δαμασκ. 56 (Fr. Hist. Müll. 3. 390)· ― πρβλ. ὕφημαι, καὶ περὶ τῆς σημ. ἴδε ὑφίστημι ΙΙ. 2. ― Ἀλλ’ ὁ Cobet V. LL 88, παραβάλλων τὰ κάτισον, κατίσας παρ’ Ἡροδ. 1. 89, 88, προτείνει ὑπίσας ἐκ τοῦ ὑφίζω:
Greek Monotonic
ὑφεῖσα: Ιων. ὑπ-εῖσα (βλ. ἵζω I), τοποθέτησα από κάτω ή κρυφά, ὑπείσας ἄνδρας, έχοντας τοποθετήσει τους άνδρες σε ενέδρα, σε Ηρόδ.