φιλήδονος
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
English (LSJ)
ον, (ἡδονή)
A fond of pleasure, Plb.39.1.10, 2 Ep.Ti.3.4, Epict.Gnom.46, Plu.Galb.1, al., Luc.Herm.16, Max.Tyr.4.2, etc.: τὸ φ., = φιληδονία, Plu.2.1094a. 2 wont to bring delight, Βάκχοιο νᾶμα AP10.118.
German (Pape)
[Seite 1277] das Vergnügen liebend, dem Vergnügen ergeben; Pol. 40, 6,11; Luc. Hermot. 36; νᾶμα Βάκχου Ep. ad. 80 (X, 118); – τὸ φιλήδονον, = φιληδονία, Plut. non posse 11.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλήδονος: -ον, (ἡδονὴ) ὁ φιλῶν τὰς ἡδονάς, Πολύβ. 40. 6, 11, Πλούτ. Λουκ., κλπ.· ― τὸ φιλ. = τῷ φιληδονία, Πλούτ. 2. 1094Α. ― Ἐπίρρ. -όνως, Κλήμ. Ἀλεξ. 525. 2) ὁ προξενῶν ἡδονήν, εὐφραίνων, ἐπὶ τοῦ οἴνου, Ἀνθ. Π. 10. 118.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime ou recherche le plaisir, voluptueux ; τὸ φιλήδονον c. φιληδονία.
Étymologie: φίλος, ἡδονή.
English (Strong)
from φίλος and ἡδονή; fond of pleasure, i.e. voluptuous: lover of pleasure.
English (Thayer)
φιλήδον (φίλος and ἡδονή), loving pleasure: Polybius 40,6, 10; Plutarch, Lucian, others.)
Greek Monolingual
-η, -ο / φιλήδονος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αγαπά τις ηδονές, ιδίως τις σαρκικές, έκδοτος στις ηδονές, ηδυπαθής («καὶ τὸν βίον ὡς τὰ πολλὰ ἀσώτους καὶ φιληδόνους ἀποβαίνοντας», Πλούτ.)
αρχ.
1. αυτός που προκαλεί ηδονή, ευφραντικός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλήδονον
η φιληδονία.
επίρρ...
φιληδόνως Α
με φιληδονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -ήδονος (< ἡδονή), πρβλ. εὐ-ήδονος].
Greek Monotonic
φῐλήδονος: -ον (ἡδονή)·
1. αυτός που αγαπά την ηδονή, σε Λουκ. κ.λπ.
2. αυτός που διακατέχεται από επιθυμία να φέρνει ευχαρίστηση, σε Ανθ.