φυλετικός

Revision as of 02:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for a φυλέτης, δικαστήρια, δίκαι, Pl.Lg.768c, 915c; φ. φιλίαι Arist.EN1161b13. Adv. -κῶς like tribesmen, Id.SE164a27.    2 = Lat. tributus, φ. ἐκκλησία, = comitia tributa, D.H.7.59; ἡ φ. (sc. ἐκκλησία) App.BC 3.30; φ. ἀρχαιρεσίαι D.C.53.23.    II belonging to a φυλή, γέαι BSA22.212 (Mylasa).

German (Pape)

[Seite 1314] dem φυλέτης gehörig, eigen, ihn betreffend; δικαστήρια, δίκαι, Plat. Legg. VI, 768 c XI, 915 c; φυλετικὴ ἐκκλησία, comitia tributa, D. Hal. 7, 59; ψηφοφορία 9, 41.

Greek (Liddell-Scott)

φῡλετικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς φυλέτην, δικαστήρια, δίκαι Πλάτ. Νόμ. 768C, 915C· φ. φιλίαι Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 8. 12, 1· ― ἐκκλησία φ., τὸ Ρωμαϊκὸν comitia tributa, Διονύσ. Ἁλ. 7. 59. ― Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τὸν τρόπον τῶν φυλετῶν, Ἀριστ. Σοφιστ. Ἔλεγχ. 1, 2.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne une tribu ou les membres d’une tribu.
Étymologie: φυλή.

Greek Monolingual

-ή, -ό / φυλετικός, -ή, -όν, ΝΑ φυλέτης
νεοελλ.
1. αυτός που αναφέρεται στις σχέσεις μεταξύ τών φυλών, τών εθνοτήτων (α. «φυλετικό μίσος» β. «φυλετικές συγκρούσεις στην περιοχή»)
2. αυτός που αφορά το φύλο, σεξουαλικός
3. φρ. α) «φυλετικά κύτταρα»
βιολ. τα αναπαραγωγικά κύτταρα
β) «φυλετικά χαρακτηριστικά» ή «φυλετικά γνωρίσματα»
βιολ. τα χαρακτηριστικά με βάση τα οποία διακρίνονται μεταξύ τους το θηλυκό και το αρσενικό άτομο του ίδιου είδους
γ) «πρωτογενή φυλετικά χαρακτηριστικά»
βιολ. όλα τα όργανα που συνδέονται άμεσα με την παραγωγή, την έκκριση και την ανταλλαγή γαμετών
δ) «δευτερογενή φυλετικά χαρακτηριστικά»
βιολ. τα σωματικά χαρακτηριστικά που σχετίζονται ποικιλοτρόπως με τον σχηματισμό του γεννητικού συστήματος και αναπτύσσονται μόνον αφού το άτομο φθάσει στην εφηβεία
ε) «φυλετικά χρωμοσώματα»
βιολ. τα ετεροχρωματοσώματα
στ) «φυλετικές διακρίσεις»
(νομ.) το σύνολο τών νομικών και πραγματικών διακρίσεων που θίγουν την αξιοπρέπεια του ανθρώπου ως υποκειμένου δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και αναιρούν την αρχή της ισότητας έναντι του νόμου, βάσει κριτηρίων βιολογικών, εθνικών, πολιτιστικών, ιδεολογικών, κοινωνικών ή οικονομικών
ζ) «φυλετική αναπαραγωγή» — αναπαραγωγή που περιλαμβάνει την ένωση δύο απλοειδών πυρήνων, συνήθως δύο γαμετών
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα μέλη μιας φυλής («φυλετική φιλία» — οι στενοί δεσμοί τών μελών της ίδιας φυλής, Αριστοτ.)
2. φρ. «φυλετικά δικαστήρια» — δικαστήρια που εκδίκαζαν τις διαφορές μεταξύ τών μελών της ίδιας φυλής.
επίρρ...
φυλετικώς / φυλετικῶς, ΝΑ, και φυλετικά Ν
νεοελλ.
ως προς το φύλο, σε σχέση με την εθνότητα
αρχ.
ως προς τις σχέσεις τών φυλετών, τών μελών της ίδιας φυλής μεταξύ τους.

Greek Monotonic

φῡλετικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στον φυλέτην, φυλετικός, σε Αριστ.