χορταῖος

From LSJ
Revision as of 12:44, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χορταῖος Medium diacritics: χορταῖος Low diacritics: χορταίος Capitals: ΧΟΡΤΑΙΟΣ
Transliteration A: chortaîos Transliteration B: chortaios Transliteration C: chortaios Beta Code: xortai=os

English (LSJ)

α, ον,

   A of or for a farmyard (v. χόρτος 1):—χιτὼν χ. a shaggy coat of skins worn by the actor who played Silenus, expld. by μαλλωτός, D.H.7.72, cf. Ael.VH3.40: generally, rough coarse coat, Ar.Fr.707a, Hsch.    II χορταία, ἡ (sc. γῆ), pasture-land POxy.2113.19 (iv A. D., written κορτ-).

German (Pape)

[Seite 1367] 1) von Gras. – 2) χιτὼν χορταῖος, das Unterkleid, das die Silenen auf dem Theater trugen, zottig, mit langer Wolle, wie ein Schaafpelz, od Fries, auch μαλλωτός und ἀμφίμαλλος genannt D. Hal. 7, 72; Ael. V. H. 3, 40; Poll. 7, 60.

Greek (Liddell-Scott)

χορταῖος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς χόρτον, περίβολον (ἴδε χόρτος Ι)· - χιτὼν χ., χιτὼν δασύς ἐκ δορῶν, ὃν ἐφόρει ὁ ὑποκρινόμενος ἐν τῷ θεάτρῳ τὸν Σειληνόν, ἑρμηνευόμενον διὰ τοῦ μαλλωτὸς παρὰ Διον. τῷ Ἁλ. 7. 72, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 3. 40· καθόλου, δασὺ καὶ τραχὺ ἱμάτιον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 704, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 60, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de fourrage, d’herbe : χορταῖος χιτών, tunique d’une étoffe à longs poils que les Silènes portaient au théâtre et qui figurait le feuillage dont ils se couvraient à l’origine.
Étymologie: χόρτος.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χόρτο, στο περιβόλι, στον κήπο
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χορταία
(ενν. γῆ) βοσκότοπος, λιβάδι
3. φρ. «χιτὼν χορταῑος»
i) τριχωτό και τραχύ ένδυμα (Αριστοφ.)
ii) τριχωτός χιτώνας από δέρμα, τον οποίο φορούσαν οι ηθοποιοί που υποδύονταν στο θέατρο τους Σειληνούς (Δίον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + κατάλ. -αῖος].