τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it
Full diacritics: χειροήθεια | Medium diacritics: χειροήθεια | Low diacritics: χειροήθεια | Capitals: ΧΕΙΡΟΗΘΕΙΑ |
Transliteration A: cheiroḗtheia | Transliteration B: cheiroētheia | Transliteration C: cheiroitheia | Beta Code: xeiroh/qeia |
ἡ,
A domestication, Arist.Phgn.809a33, Gp.16.1.11.
[Seite 1345] ἡ, Zahmheit, Arist. physiogn. 5, 2.
χειροήθεια: ἡ, ἡμερότης, ἡμέρωσις, τὰς χειροηθείας μᾶλλον προσδεχόμενος Ἀριστ. Φυσιογν. 5. 2.
ἡ, Α χειροήθης
ημερότητα, εξημέρωση.