κρυψιμέτωπος

From LSJ
Revision as of 23:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρυψιμέτωπος Medium diacritics: κρυψιμέτωπος Low diacritics: κρυψιμέτωπος Capitals: ΚΡΥΨΙΜΕΤΩΠΟΣ
Transliteration A: krypsimétōpos Transliteration B: krypsimetōpos Transliteration C: krypsimetopos Beta Code: kruyime/twpos

English (LSJ)

ον,

   A hiding the forehead, Luc.Lex.7.

German (Pape)

[Seite 1517] die Stirn verbergend, Luc. Lexiph. 7.

Greek (Liddell-Scott)

κρυψιμέτωπος: -ον, ὁ κρύπτων τὸ μέτωπον, Λουκ. Λεξιφ. 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui cache le visage.
Étymologie: κρύπτω, μέτωπον.

Greek Monolingual

κρυψιμέτωπος, -ον (Α)
αυτός που κρύβει το μέτωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψι- (βλ. κρυπτο-) + -μέτωπος (< μέτωπον), πρβλ. αντι-μέτωπος, λευκο-μέτωπος].

Russian (Dvoretsky)

κρυψῐμέτωπος: ὁ (sc. κρατήρ) кубок с большим раструбом (досл. закрывающий чело) Luc.