κερδαλεόφρων

From LSJ
Revision as of 11:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερδᾰλεόφρων Medium diacritics: κερδαλεόφρων Low diacritics: κερδαλεόφρων Capitals: ΚΕΡΔΑΛΕΟΦΡΩΝ
Transliteration A: kerdaleóphrōn Transliteration B: kerdaleophrōn Transliteration C: kerdaleofron Beta Code: kerdaleo/frwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A greedy of gain, Il.1.149, 4.339; crafty, Opp.C.2.29.

German (Pape)

[Seite 1423] ονος, schlaues, listiges Sinnes, der aus Allem Vortheil zu ziehen weiß; Il. 1, 149. 4, 339; Opp. Cyn. 2, 29.

Greek (Liddell-Scott)

κερδᾰλεόφρων: -ον, πανοῦργος, πανούργως διανοούμενος, Ἰλ. Α. 149., Δ. 339, Ὀππ. Κυνηγ. 2. 29.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
à l’esprit rusé, astucieux.
Étymologie: κερδαλέος, φρήν.

English (Autenrieth)

with mind bent on gain, greedy-minded, Il. 1.149; craftyminded, Il. 4.339.

Greek Monolingual

κερδαλεόφρων, -ον (Α)
1. αυτός που επιθυμεί, που επιζητεί με κάθε τρόπο το κέρδος
2. πανούργος, δόλιος, πολυμήχανος («καὶ σὺ κακοῑσι δόλοισι κεκασμένε, κερδαλεόφρον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κερδαλέος + -φρων (< φρήν), πρβλ. ολβιό-φρων, πιστό-φρων].

Greek Monotonic

κερδᾰλεόφρων: -ον (φρήν), αυτός που έχει πανούργο μυαλό, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

κερδᾰλεόφρων: 2, gen. ονος корыстолюбивый, алчный (Ἀγαμέμνων, Ὀδυσσεύς Hom.).