κερδαλεόφρων
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A greedy of gain, Il.1.149, 4.339; crafty, Opp.C.2.29.
German (Pape)
[Seite 1423] ονος, schlaues, listiges Sinnes, der aus Allem Vortheil zu ziehen weiß; Il. 1, 149. 4, 339; Opp. Cyn. 2, 29.
Greek (Liddell-Scott)
κερδᾰλεόφρων: -ον, πανοῦργος, πανούργως διανοούμενος, Ἰλ. Α. 149., Δ. 339, Ὀππ. Κυνηγ. 2. 29.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
à l’esprit rusé, astucieux.
Étymologie: κερδαλέος, φρήν.
English (Autenrieth)
with mind bent on gain, greedy-minded, Il. 1.149; craftyminded, Il. 4.339.
Greek Monolingual
κερδαλεόφρων, -ον (Α)
1. αυτός που επιθυμεί, που επιζητεί με κάθε τρόπο το κέρδος
2. πανούργος, δόλιος, πολυμήχανος («καὶ σὺ κακοῑσι δόλοισι κεκασμένε, κερδαλεόφρον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κερδαλέος + -φρων (< φρήν), πρβλ. ολβιό-φρων, πιστό-φρων].
Greek Monotonic
κερδᾰλεόφρων: -ον (φρήν), αυτός που έχει πανούργο μυαλό, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
κερδᾰλεόφρων: 2, gen. ονος корыстолюбивый, алчный (Ἀγαμέμνων, Ὀδυσσεύς Hom.).