προσθροέω
From LSJ
Ἄξιόν ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ εὐλογίαν → Worthy is the Lamb that was slain to receive power, and riches, and wisdom, and strength, and honour, and glory, and blessing
English (LSJ)
A address, call by name, τινα A.Pr.595 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 766] anreden, τινά, Aesch. Prom. 598.
Greek (Liddell-Scott)
προσθροέω: προσφθέγγομαι, προσαγορεύω, τινα Αἰσχύλ. Πρ. 595.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
adresser la parole à, acc..
Étymologie: πρός, θροέω.
Greek Monotonic
προσθροέω: μέλ. -ήσω, απευθύνομαι, προσφωνώ, αποκαλώ με το όνομα, μιλώ σε κάποιον, τινά, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
προσθροέω: обращаться с речью (τινα Aesch.).