σκολόπενδρα
μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν → one must practice the things which produce happiness, since if that is present we have everything and if it is absent we do everything in order to have it | so we must exercise ourselves in the things which bring happiness, since, if that be present, we have everything, and, if that be absent, all our actions are directed toward attaining it
English (LSJ)
ἡ,
A scolopendra, millepede, Arist.HA489b22, 532a5, al.; classed with ἴουλος, ib.523b18, cf. Gal.UP3.2, Dsc.Eup.2.128. 2 the sea-scolopendra, perh. an animal of the genus Nereïs or Aphrodite, Arist.HA505b13, 621a6, Ael.NA7.26, Gal.12.366, Opp. H.2.424.
German (Pape)
[Seite 902] ἡ, 1) der Tausendfuß, Assel; Arist. H. A. 1, 4. 4, 7. 9, 37; Nic. Ther. 812 u. A. – 2) die Meerscolopendra, ein Seewurm, wahrscheinlich aus dem Geschlechte Nereis; Arist. H. A. 2, 14; Ael. H. A. 7, 26. 35. 13, 23; ἰοβόλος, Numen. bei Ath. VII, 304 f.; ἁλιπλανής, Antp. Sid. 14 (VI, 223).
Greek (Liddell-Scott)
σκολόπενδρα: ἡ, scolopendra, ἢ «σαρανταπόδαρος», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 6., 4. 7, 4, κ. ἀλλ.· ταξινομεῖται μετὰ τοῦ ἰούλου, αὐτόθι 4. 1, 6. 2) θαλασσία σκολόπενδρα, ζῷον ἐκ τοῦ γένους «Νηρηῒς ἢ Ἀφροδίτη», αὐτόθι 2. 14, 2., 9. 37, 9, Αἰλ. π. Ζ. 7. 26, Ἡσύχ. ΙΙ. σκολοπένδριον, Γαλην.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
scolopendre de mer (sorte de ver de la famille des néréides), poisson.
Étymologie: DELG emprunt certain à un substrat.
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και σκολόπεντρα Ν
γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, δηλητηριωδών μυριαπόδων, μεγάλου μεγέθους, που είναι γνωστά, σήμερα, με την κοινή ονομασία σαρανταποδαρούσες ή ψαλίδες
αρχ.
είδος θαλάσσιου σκουληκιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθανότατα για δάνεια τ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος].
Russian (Dvoretsky)
σκολόπενδρα: ἡ зоол. сколопендра:
1) мокрица или многоножка Arst.;
2) пескожил (червь Avenicola marina) Arst., Anth.