συντελέθω

From LSJ
Revision as of 08:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντελέθω Medium diacritics: συντελέθω Low diacritics: συντελέθω Capitals: ΣΥΝΤΕΛΕΘΩ
Transliteration A: synteléthō Transliteration B: syntelethō Transliteration C: synteletho Beta Code: suntele/qw

English (LSJ)

   A = συντελέω 111, belong to, Pi.P.9.57.

Greek (Liddell-Scott)

συντελέθω: συντελέω ΙΙΙ, συντελέθειν ἔννομον, «συντελεῖν ἐννόμως αὐτῇ» (Σχόλ.). Πινδ. Π. 9. 100.

French (Bailly abrégé)

être uni à, τινι.
Étymologie: σύν, τελέθω.

English (Slater)

συντελέθω
   1 belong to, be counted as “ἵνα οἱ χθονὸς αἶσαν αὐτίκα συντελέθειν ἔννομον δωρήσεται” i. e. to be her lawful possession (P. 9.57)

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.) βλ. συντελώ.

Greek Monotonic

συντελέθω: = συντελέω III, ανήκω σε, συνυπάρχω, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

συντελέθω: быть соединенным, принадлежать (τινί Pind.).