συγκαμπή

From LSJ
Revision as of 03:54, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαμπή Medium diacritics: συγκαμπή Low diacritics: συγκαμπή Capitals: ΣΥΓΚΑΜΠΗ
Transliteration A: synkampḗ Transliteration B: synkampē Transliteration C: sygkampi Beta Code: sugkamph/

English (LSJ)

ἡ,

   A bight, joint, of the elbow joints, Hp.Nat.Hom.11 (pl.); αὐχὴν λαγαρὸς τὰ κατὰ τὴν σ. X.Eq.1.8; αἱ σ., of the fingers, Arist.HA513a3; αἱ τῶν ἄρθρων σ. Poll.2.234.

German (Pape)

[Seite 964] ἡ, Zusammenbiegung, Einbng; Xen. Equ. 1, 8; Poll. 2, 234; bei Arist. H. A. 3, 3 heißen so die Finger.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαμπή: ἡ, σύγκαμψις, ἄρθρωσις, «κλείδωσις», ἁρμός, αὐχὴν λαγαρὸς κατὰ τὴν σ. Ξενοφ. Ἱππ. 1, 1· αἱ σ., ἐπὶ τῶν δακτύλων, Πόλυβος παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 3. 3, 4· αἱ τῶν ἄρθρων σ. Πολυδ. Β΄, 234.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
pli, jointure.
Étymologie: συγκάμπτω.

Greek Monolingual

ἡ, Α συγκάμπτω
1. σύγκαμψις
2. άρθρωση, κλείδωση, αρμός («τὰς τῶν ἄρθρων συγκαμπάς», Πολυδ.).

Greek Monolingual

ἡ, Α συγκάμπτω
1. σύγκαμψις
2. άρθρωση, κλείδωση, αρμός («τὰς τῶν ἄρθρων συγκαμπάς», Πολυδ.).

Greek Monotonic

συγκαμπή: ἡ, θηλιά, άρθρωση, αρμός, κλείδωση, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συγκαμπή: ἡ анат. сгиб, сочленение Xen., Arst.