ζωάγρια

From LSJ
Revision as of 13:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ὦ ἀδελφέ, τοῦτόν γε μήτε κακῶς ποιοίης μήτε τούτῳ τῷ τρόπῳ βλάπτοις κλέπτων τὰ χρήματα → Brother, you should neither do this man bad nor harm him in this way, i.e. by stealing his money/stuff

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωάγρια Medium diacritics: ζωάγρια Low diacritics: ζωάγρια Capitals: ΖΩΑΓΡΙΑ
Transliteration A: zōágria Transliteration B: zōagria Transliteration C: zoagria Beta Code: zwa/gria

English (LSJ)

ων, τά, (ζωός, ἀγρέω, orig.

   A ransom paid for a prisoner taken alive) reward for life saved, ζωάγρι' ὀφέλλεις Od.8.462; δῶρα λάμψονται ζωάγρια Κροίσου Hdt.3.36; Θέτι . . ζωάγρια τίνειν Il.18.407, cf. Call.Fr.162, AP6.220.15 (Diosc.); rare in Prose, Demetr.Lac. Herc.1014.49; also, offerings to Aesculapius and other gods for recovery from illness, IG14.967a5: c. gen., νούσων ibid.; ζ. ἀποθύειν Ael.NA11.31: sg. in Orac. ap. Plu.Arat.53—a form ζώγρια, τά, Suid.—Adj. ζωάγριος, ον, ζ. μοι χάριτας ὀφλήσεις you will owe me thanks for a life saved, Babr.50.15.

Greek (Liddell-Scott)

ζωάγρια: -ων, τά, (ζωός, ἀγρεύω), ἀμοιβὴ τῆς διασώσεως τῆς ζωῆς, ζωάγρι’ ὀφέλλειν Ὀδ. Θ. 462· δῶρα λάμψονται ζωάγρια Κροίσου Ἡρόδ. 3. 36· ὡσαύτως, ὡς τὸ θρεπτήρια, ἀμοιβὴ τῆς διατροφῆς τινος, Θέτι.. ζωάγρια τίνειν Ἰλ. Σ. 407, πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 162, Ἀνθ. Π. 6. 200· ὡσαύτως θυσίαι εἰς τὸν Ἀσκληπιὸν καὶ ἄλλους θεοὺς ἐπὶ διασώσει ἀπὸ ἀσθενείας, αὐτόθι παραρτ. 56, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 11. 31· μετὰ γεν. πράγμ., ζωάγρια μόχθων Ἀνθ. Π. 1. 12· ζ. νούσων αὐτόθι παραρτ. 55· - τύπος τις ζώγρια, τά, εὑρίσκεται παρὰ Σουΐδ. - Ὁ ἑνικὸς ἀπαντᾷ ἔν τινι χρησμῷ παρὰ Πλουτ. Ἀράτ. 53 (πρβλ. ζωγρέω ΙΙ)· καὶ ἐπίθετ. ζωάγριος Βάβρ. 50. 15, ζωαγρίους μοι χάριτας ὀφλήσεις, θὰ μοι ὀφείλῃς χάριτας διὰ τὴν διάσωσιν τῆς ζωῆς· οὕτως ἐν Νόνν. Ἰω. 15. 13, λύτρον ἑτάρων ζωάγριον.

English (Autenrieth)

pl. (ζωός, ἀγρέω): reward for saving life, Il. 18.407, Od. 8.462.

Greek Monotonic

ζωάγρια: -ων, τά (ζωός, ἀγρεύω), αμοιβή που προσφέρεται για τη διάσωση της ζωής κάποιου, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· επίσης, όπως το θρεπτήρια, αμοιβή που καταβάλλεται για τη διατροφή και την ανατροφή κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν. πράγμ., ζωάγρια μόχθων, νούσων, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ζωάγρια: τά (тж. ζ. δῶρα Her.) выкуп за сохранение жизни, плата за пощаду (τινὶ ζ. τίνειν Hom.): ζ. ὀφέλλειν τινί Hom. быть обязанным кому-л. за спасение жизни; ἱρήν τινι θαλάμην ζ. ἀνατίθεσθαι Anth. воздвигнуть кому-л. храм в благодарность за спасение жизни.