ἶνις
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
ὁ,
A son, A.Eu.323, Supp.42, prob. in Id.Ag.717, cf. E.Tr.571, HF354, Lyc.570, Isyll.53 (dub.), Call.Aet.3.1.63, IG12(8). p.vii (Egypt):—fem. ἶνις, ἡ, daughter, E.IA119.—Trag. only in lyr.; Prose only in Cypr. dialect, Inscr.Cypr.101, al.
German (Pape)
[Seite 1255] ὁ, ἡ, Sohn, Tochter; Aesch. Eum. 313 Suppl. 42. 248; Eur. Tr. 570 Herc. Fur. 354; τὰν σὰν ἶνιν I. A. 119. Die alten Erkl. führen es auf ἴς zurück, ὅ τι οἱ υἱοὶ δύναμίς εἰσι τῶν πατέρων, vgl. Schol. Theocr. 1, 43.
Greek (Liddell-Scott)
ἶνις: ὁ, υἱός, Αἰσχύλ. Εὐμ. 323, Ἱκέτ. 43, 261. Εὐρ. Τρῳ. 571, Ἡρ. Μαιν. 354· σκύμνος, ἔθρεψε δὲ λέοντος ἶνιν (κατὰ διόρθωσιν τοῦ Conington ἀντὶ σίνιν τοῦ κώδικος) δόμοις Αἰσχύλ. Ἀγ. 717· ὡσαύτως ἶνις, ἡ, θυγάτηρ, Εὐρ. Ι. Α. 119. - Μόνον ποιητ. (ὁ Pott παραβάλλει πρὸς αὐτὸ τὸ Ἀρχ. Σκανδιν. sv- einn (juvenis), Ἀγγλιστί swain).
French (Bailly abrégé)
seul. nom. et acc. ἶνιν;
sel. d’autres, ἴνις, ἴνιν (ὁ, ἡ)
enfant, fils ou fille.
Étymologie: DELG de *ἔνγνις de γίγνομαι.
Greek Monolingual
ἶνις, ὁ, ἡ (Α)
1. γιος ή θυγατέρα
2. σκύμνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἶνις προέρχεται πιθ. από ἔν-γν-ις, με τροπή του ε σε ι στην Αρκαδοκυπριακή, αφομοίωση του -γ- και έκταση σε μακρό ῑ (πρβλ. τον ίδιο σχηματισμό του γίνομαι < γίγνομαι). Το -γν- του ἔν-γν-ις αποτελεί τη μηδενισμένη βαθμίδα gn- που εμφανίζουν οι τ. γί-γν-ομαι, νεο-γν-ός κ.ά. Η λ. συνδέεται με το αρχ. ιρλδ. ingen και τον τ. inigena «κόρη» της γραφής Ogum της ίδιας γλώσσας].
Greek Monotonic
ἶνις: ὁ, γιος, σε Αισχύλ., Ευρ.· ἶνις, ἡ, κόρη, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἶνις: acc. ἶνιν (только nom. и acc. sing.)
1) ὁ сын Aesch., Eur.;
2) ἡ дочь Eur.