θρίξ

Revision as of 21:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ἡ, gen. τρῐχός, dat. pl. θριξί (

   A τρίχεσιν J.AJ16.7.3 is f.l. for τρύχ-): - hair, Hom. only in pl., ὀρθαὶ τρίχες ἔσταν ἐνὶ . . μέλεσσι Il. 24.359; mostly, hair of the head, 22.77, Od.13.431; αἱ ἐν τῇ κεφαλῇ τρίχες Th.1.6; sheep's wool, Il.3.273, Hes.Op.517; pig's bristles, Il.19.254, Od.10.239; τρίχες ἄκραι οὐραῖαι, of a horse's tail, Il.23.519; ἀνάστασις τῶν τριχῶν, of a lark's crest, Gal.12.361.    II later in sg. collectively, A.Th.535, Ag.562, S.El.451; τριχὸς πλόκαμος, βόστρυχος, A.Th.564 (lyr.), Ch.229; γενείον θρίξ Id.Pers.1056; κόμη θρίξ LXXNu.6.6; Ἐπαφρόδιτον . . τὴν παιδικὴν τρίχα Ὑγίᾳ (sc. ἀνέθηκεν) IG12(5).173 (Paros, i A.D.); of a horse's mane, S.Fr.475; of dogs, X.Cyn.4.8 (sg. and pl.).    2 a single hair, οὐδὲ τρίχ[α] Alc. Supp.14.10: prov., θρὶξ ἀνὰ μέσσον only a hair's breadth wanting, Theoc.14.9, cf. X.Smp.6.2; ἄξιον τριχός, i.e. good for nothing, Ar. Ra.614; οὐδ' ἂν τριχὸς πριαίμην Eup.7.18D.; ἐκ τριχὸς κρέμασθαι to hang by a hair, Aristaenet.2.1, Zen.3.47; ἀπὸ τ. ἠερτῆσθαι AP5.229 (Paul. Sil.); ἐπὶ τριχὸς ἦν ἡ σωτηρία Procop.Aed.6.6; εἰς ἱερὴν τρίχα ἐλθεῖν, i.e. to come to life's end, v.l. in AP7.164 (Antip. Sid.), but cf. Epigr.Gr.248.13; μόνον οὐχὶ τῶν τριχῶν, φασί, λαμβάνεται plain as the nose on one's face, obvious, conspicuous, visible, plain for all to see, jump out, saute aux yeux S.E.M.7.257.    III Medic., vein on the right lobe of the liver, Hp.Mul.1.43 (v.l. ἡ σῦριγξ), Gal.19.104.

German (Pape)

[Seite 1219] τριχός, dat. plur. θριξί, ἡ, Haar; von Menschen, κεφαλῆς Od. 13, 399; so vom Haupthaar bei Tragg. u. in Prosa; die Locke, auch im sing., Soph. El. 443, u. wie bei uns collectiv, das Haar, Ant. 1080 u. sonst bei Tragg.; vom Barthaare, γενείου Aesch. Pers. 13; – von Thieren, κάπρου, Borsten, Il. 19, 254; Hes. Sc. 391; ἀρνῶν, Wolle, Il. 3, 273; οὐραῖαι 23, 520, vom Pferdeschweif; vgl. Soph. frg. 422; ταῖς θριξὶ ταῖς τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ταῖς τοῦ ἀνθρώπου Plat. Prot. 334 b. – Sprichwörtlich ἐκ τριχὸς κρέμασθαι, an einem Haare hangen, Zenob. 3, 47, wie ἀπὸ τριχὸς ἠέρτημαι Paul. Sil. 23 (V, 230); ἐς ὀλβίστην ἱερὴν τρίχα ἐλθεῖν, = ζωῆς τέρμαθ' ἱκέσθαι, Antp. Sid. 85. 86 (VII, 164. 165); θρὶξ ἀνὰ μέσον, um ein Haarbreit, Theocr. 14, 9; ἄξιόν τι τριχός, von unbedeutenden Sachen, Ar. Ran. 613, vgl. Xen. Conv. 6, 2.

Greek (Liddell-Scott)

θρίξ: ἡ, γεν. τρῐχός, δοτ. πληθ. θριξί: - «τρίχα», ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ πληθ., ὀρθαὶ τρίχες ἔσταν ἐν... μελέεσιν Ἰλ. Ω. 359· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς, Ἰλ. Χ. 77· πλῆρες: τρίχες κεφαλῆς ὀδ. Ν. 399, 431· αἱ ἐν τῇ κεφαλῇ τρίχες Θουκ. 1. 6· - ὡσαύτως, ἔριον προβάτου, Ἰλ. Γ. 273, Ἠσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 515· χοίρου τρίχες, Ἰλ. Τ. 254, Ὀδ. Κ. 239· οὐραῖαι τρίχες, αἱ τρίχες τῆς οὐρᾶς ἵππου, Ἰλ. Ψ. 519· ἀντίθετον τῷ πρῶται τρίχες Θ. 83· πρβλ. εὖθριξ, καλλίθριξ· - μεταγεν., λόφος ἐκ τριχῶν, ὁ λόφος τοῦ κορυδαλλοῦ, Γαλην. παρὰ Λοβεκ. Φρυν. 339. ΙΙ. ὁ ἑνικ. ἐν χρήσει περιληπτικῶς παρ’ Ἀττ., ἀντέλλουσα θρίξ Αἰσχύλ. Θήβ. 535, Ἀγ. 562, Σοφ. Ἡλ. 451· τριχὸς πλόκαμος ἢ βόστρυχος Αἰσχύλ. Θήβ. 564, Χο. 230· θρίξ γενείου ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 1056· ἐν Ἐπιγραφ., Ἐπαφρόδιτος… τὴν παιδικήν τρίχα Ὑγίᾳ Συλλ. Ἐπιγρ. 2391, πρβλ. -92, -93· - ἐπὶ τῆς χαίτης ἵππου, Σοφ. Ἀποσπ. 422· ἢ τῆς οὐρᾶς, Εὐρ. ἐν Ρήσ. 784· κυνῶν, Ξεν., κτλ. 2) μία μόνη θρίξ, παροιμ., θρίξ ἀνὰ μέσσον, μιᾶς τριχὸς διάστημα, Θεόκρ. 14. 9, πρβλ. Ξεν Συμπ. 6.2· ἄξιον τριχός, ἔχον ἀξίαν τριχὸς, δηλ. μηδεμίαν ἔχον ἀξίαν, Ἀριστοφ. Βατρ. 613· ἐκ τριχὸς κρέμασθαι, ἐπὶ τῶν σφόδρα διακινδυνευόντων, ὡς τὸ ἐπὶ ξυροῦ ἵστασθαι, Παροιμιογρ.· ἀπὸ τριχὸς ἠέρτημαι Ἀνθ. Π. 5. 230· ἔλθοι εἰς ὀλβίστην ἱερὴν τρίχα, νὰ φθάσῃ εἰς λιπαρὸν καὶ εὐδαιμονέστατον γῆρας, αὐτόθι 7. 164, 165.

French (Bailly abrégé)

τριχός (ἡ) :
dat. pl. θριξί;
poil, particul.
I. au plur. τρίχες;
1 cheveux;
2 poils du corps;
3 crins (de la queue d’un cheval), crins du sommet de la tête d’un cheval;
4 toison de brebis ; particul. poils sur la tête de l’agneau;
5 soies d’un porc;
II. au sg.
1 d’ord au sens collectif cheveux, chevelure : τριχὸς πλόκαμος ESCHL, τριχὸς βόστρυχος ESCHL tresse ou boucle de cheveux;
2 barbe.
Étymologie: DELG pas d’étym. -- Babiniotis cf. lit. drikà « fils ».

English (Autenrieth)

τριχός, dat. pl. θριξί: hair, hairs, of animals as well as men; hence of wool, Il. 3.273; and bristles, Il. 19.254.

Spanish

pelos

English (Strong)

genitive case trichos, etc.; of uncertain derivation; hair: hair. Compare κόμη.

Greek Monolingual

θρίξ, γεν. τριχός, ἡ (ΑΜ)
η τρίχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τρίχα.

Greek Monotonic

θρίξ: ἡ, γεν. τρῐχός, δότ. πληθ. θριξί,
1. το τριχωτό του κεφαλιού, χρησιμ. από τον Όμηρ. μόνο στον πληθ.· στην Αττ. μόνο στον ενικ., σε Όμηρ., κ.λπ.· επίσης, το μαλλί των προβάτων, σε Ομήρ. Ιλ.· τρίχες γουρουνιού, σε Όμηρ.· οὐραῖαι τρίχες, οι τρίχες της ουράς αλόγου, σε Ομήρ. Ιλ.
2. η τρίχα μόνη της, παροιμ., θρὶξ ἀνὰ μέσσον, παρά μία τρίχα, σε Θεόκρ.· ἄξιον τριχός, δηλ. καθόλου σημαντικό, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

θρίξ: gen. τρῐχός ἡ (gen. pl. θριξί) тж. собир.
1) волос, волосы (τρίχες κεφαλῆς Hom. или αἱ ἐν τῇ κεφαλῇ τρίχες Thuc.; λεπτὸς ὥσπερ θ. Arst.): τριχὸς πλόκαμος или βόστρυχος Aesch. прядь волос; θ. γενείου Aesch. борода;
2) шерсть, руно (ἀρνῶν Hom.; τετραπόδων Arst.; καμήλου NT);
3) конский волос (οὐραῖαι Hom.);
4) щетина (κάπρου Hom.);
5) перен. «волосок», пустяк: θ. ἀνὰ μέσσον погов. Theocr. на волосок, чуть-чуть; οὐδ᾽ ἂν τρίχα ἄν τις παρείρειε погов. Xen. никому и волоса (= слова) не вставить (в речь неугомонных болтунов); ἄξιόν τι τριχός погов. Arph. нечто стоящее (не более) волоса, т. е. совершенный пустяк; ἀπὸ τριχὸς ἠερτῆσθαι погов. Anth. висеть на волоске.