ἔμπλην

From LSJ
Revision as of 15:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμπλην Medium diacritics: ἔμπλην Low diacritics: έμπλην Capitals: ΕΜΠΛΗΝ
Transliteration A: émplēn Transliteration B: emplēn Transliteration C: emplin Beta Code: e)/mplhn

English (LSJ)

(A), Adv.

   A near, next, close by, c. gen., Βοιωτῶν ἔ. Il.2.526; before its case, Lyc.1029: abs., Hes.Sc.372 (cf. πλη-σίος).
ἔμπλην (B), Adv. strengtnd. for πλήν.

   A besides, except, c. gen., Archil.111, Call.Del.73, Nic.Th.322.

German (Pape)

[Seite 814] (ἐμπελάζω), ganz nahe, τινός; Il. 2, 526; Lycophr. 1029. Ohne Casus, Hes. Sc. 372. = πλήν, außer, gesondert; τινός, Archil. frg. 103; Call. Del. 73.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμπλην: ἐπίρρ., πλησίον, ἐγγύς, μετὰ γεν., Βοιωτῶν ἔμπλην Ἰλ. Β. 526, πρβλ. Καλλ. εἰς Δῆλ. 73· πρὸ τοῦ πτωτικοῦ αὐτοῦ, ἔμπλην Παχύνου Λυκόφρ. 1029· ἀπολ., Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 372 (πιθ. ἐκ τοῦ ἐμπελάζω, ὅλως διάφορον τοῦ ἑπομ.).

French (Bailly abrégé)

1adv. et prép.
tout près ; avec le gén., tout près de.
Étymologie: ἐμπελάζω.
2prép.
à l’exception de, gén..
Étymologie: ἐν, πλήν.

English (Autenrieth)

(πέλας): hard by, w. gen., Il. 2.526†.

Spanish (DGE)

I adv. cerca ἡνίοχοι δ' ἔ. ἔλασαν ... ἵππους Hes.Sc.372.
II prep. de gen.
1 cerca de, junto a Βοιωτῶν δ' ἔ. ἐπ' ἀριστερὰ θορήσσοντο se armaban en formación junto a los beocios por el lado izquierdo, Il.2.526, ἔ. ἐμεῦ τε καὶ Φόλου Archil.100, ἔ. Παχύνου Lyc.1029.
2 a excepción de ἔ. Αἰγιαλοῦ Call.Del.73.
3 sin κεράων δ' ἔ. sin cuernos de una serpiente, Nic.Th.322.

Greek Monolingual

(I)
ἔμπλην (Α)
επίρρ. κοντά («Βοιωτῶν δ' ἔμπλην», Ιλ.).———————— (II)
ἔμπλην (Α)
επίρρ. πλην, εκτόςἔμπλην ἐμοῡ τε καὶ φίλου»).

Greek Monotonic

ἔμπλην: επίρρ., κοντά, δίπλα, πλησίον, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ. (πιθ. από το ἐμπελάζω).
ἔμπλην: επιτετ. επίρρ. αντί πλήν, εκτός αυτού, ακόμη, επιπλέον, εκτός από, πλην, εξαιρουμένου, με γεν., σε Αρχίλ.

Russian (Dvoretsky)

ἔμπλην: I ἐμπελάζω adv. близко, вблизи Hes.
II praep. cum gen. близ (Βοιωτῶν Hom.).