κρούπεζαι

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρούπεζαι Medium diacritics: κρούπεζαι Low diacritics: κρούπεζαι Capitals: ΚΡΟΥΠΕΖΑΙ
Transliteration A: kroúpezai Transliteration B: kroupezai Transliteration C: kroypezai Beta Code: krou/pezai

English (LSJ)

αἱ,

   A high wooden shoes, used in Boeotia for treading olives, and worn on the stage by flute-players to beat time, Paus. Gr.Fr.239, Poll.7.87 (sg.), Phot.:—also κρούπαλα, τά, S.Fr.44; κρούπετα, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κρούπεζαι: -αἱ, Λατ. scrupedae, sculponeae, ὑψηλὰ ξύλινα ὑποδήματα ἐν χρήσει παρὰ Βοιωτοῖς πρὸς πάτησιν ἐλαιῶν, φορούμενα δὲ ἐπὶ τῆς σκηνῆς ὑπ’ αὐλητῶν ὅπως δι’ αὐτῶν κρούωσι τὸν χρόνον, Παυσ. παρ’ Εὐστ. 867. 29, Πολυδ. Ζ΄, 87, Φώτ.· πρβλ. Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 1. 336· ― ὡσαύτως, κρούπαλα, τά, Σοφ. Ἀποσπ. 43· κρούπετα Ἡσύχ.· ὑποκορ. κρουπέζιον, τό, Πολυδ. Ι΄, 153· ὅθεν, κρουπεζοφόρος, ον, ὁ φορῶν ξύλινα ὑποδήματα, ἐπὶ τῶν Βοιωτῶν, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 153, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 87· ― κρουπεζόομαι, Παθ., ἔχω, φορῶ ξύλινα ὑποδήματα, «θέλει δὲ δηλῶσαι τοὺς τραχεῖς πόδας ἔχοντας» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κρούπεζαι, αἱ (Α)
1. ξύλινα υποδήματα που χρησιμοποιούνταν από τους Βοιωτούς για το πάτημα των ελιών
2. όμοια παπούτσια που φορούσαν στη σκηνή οι αυλητές και χτυπώντας τα κρατούσαν τον ρυθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρού-πεζαι είναι σύνθετο «εκ συναρπαγής» (από φράση) < κρούω + πέζα (δωρ. και αρκαδ. τ. της λ. πούς), πρβλ. αργυρό-πεζα, οπότε η αρχ. σημ. της λ. είναι «χτυπώ το πόδι» ή «χτυπώ με το πόδι»].