μήτρως

From LSJ
Revision as of 00:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3)

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μήτρως Medium diacritics: μήτρως Low diacritics: μήτρως Capitals: ΜΗΤΡΩΣ
Transliteration A: mḗtrōs Transliteration B: mētrōs Transliteration C: mitros Beta Code: mh/trws

English (LSJ)

Dor. ματρ-, ὁ, gen. ωος and ω JRS16.58 (Eumeneia) (Att. acc. to Suid.), acc. ωα and ων; pl. always of the third declen.:—

   A maternal uncle, Il.2.662, 16.717, Hdt.4.80, etc.: dat. μάτρωϊ Pi.I.7 (6).24.    2 generally, relation by the mother's side, μάτρωες ἄνδρες Id.O.6.77, cf. N.10.37, E.HF43.    3 = μητροπάτωρ, Pi.O.9.63.

German (Pape)

[Seite 180] ωος und ω, acc. μήτρωα, Mutterbruder; Il. 2, 662. 16, 717; Her. 4, 80; oft Pind., dat. μάτρῳ, N. 4, 80, u. μάτρωϊ, I. 6, 24; er braucht es auch = ματροπάτωρ, μάτρωος ἰσώνυμον, Ol. 9, 68 (wie Eur. bei Poll. 3, 16); μάτρωες ἄνδρες übh. für Verwandte von mütterlicher Seite, 6, 77; vgl. Eur. Herc. fur. 43.

Greek (Liddell-Scott)

μήτρως: Δωρ. μᾱτρ-, ὁ˙ γεν. ωος καὶ ω, αἰτ. ωα καὶ ων˙ ὁ πληθ. ἀείποτε κατὰ τὴν γ΄ κλίσιν, ὡς τὸ πάτρως˙ - πρὸς μητρὸς θεῖος, Ἰλ. Β. 662., Π. 717, Ἡρόδ. 4. 80, κτλ. 2) καθόλου, συγγενὴς πρὸς μητρός, μάτρωες ἄνδρες Πινδ. Π. 6. 130, πρβλ. Ν. 10. 70, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 43. 3) = μητροπάτωρ, Πινδ. Ο. 9. 96.

French (Bailly abrégé)

ωος (ὁ) :
ωϊ (> ῳ), ωα et ων ; plur. touj. de la 3ᵉ décl.
oncle maternel.
Étymologie: μήτηρ.

English (Autenrieth)

ωος: maternal uncle. (Il.)

Greek Monolingual

μήτρως, -ωος και -ω, δωρ. τ. μάτρως, ὁ (Α)
1. ο αδελφός της μητέρας, ο θείος από τη μητέρα
2. συγγενής από τη μητέρα
3. ο πατέρας της μητέρας, ο παππούς από τη μητέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός (πρβλ. πάτρως, ἥρως). Η λ. είναι αρχαϊκή, ανάγεται πιθ. σε θέμα με ou- (> ω) και συνδέεται με τον τ. μητρυιά.

Greek Monotonic

μήτρως: Δωρ. μᾰτρ-, ὁ, γεν. -ωος και , αιτ. -ωα και -ων· πληθ. πάντοτε στην γʹ κλίση, όπως πάτρως·
1. θείος από την πλευρά της μητέρας, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.
2. οποιαδήποτε συγγένεια από την πλευρά της μητέρας, σε Πίνδ., Ευρ.
3. μητροπάτωρ, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

μήτρως: дор. μάτρως, ωος и ω ὁ (dat. μήτρωϊ, acc. μήτρωα и μήτρων)
1) дядя по матери Hom., Her.;
2) pl. родственники по материнской линии Pind.;
3) Pind. = μητροπάτωρ.