ἀνασταδόν

From LSJ
Revision as of 08:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναστᾰδόν Medium diacritics: ἀνασταδόν Low diacritics: ανασταδόν Capitals: ΑΝΑΣΤΑΔΟΝ
Transliteration A: anastadón Transliteration B: anastadon Transliteration C: anastadon Beta Code: a)nastado/n

English (LSJ)

Adv., (ἀνίστημι)

   A standing up, Il.9.671, 23.469.

German (Pape)

[Seite 208] aufrechtstehend, Il. 9, 671. 28, 489.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναστᾰδόν: ἐπίρρ. (ἀνίστημι)· δειδέχατ’ ἄλλοθεν ἄλλος ἀνασταδόν, ἀνιστάμενος, ὄρθιος, Ἰλ. Ι. 671, Ψ. 469.

French (Bailly abrégé)

adv.
en se levant.
Étymologie: ἀνίστημι, -δον.

English (Autenrieth)

(ἵστημι): adv., standing up. (Il.)

Spanish (DGE)

(ἀναστᾰδόν)
• Prosodia: [ᾰ-]
adv. en pie, de pie δειδέχατ' ἄλλοθεν ἄλλος ἀ. Il.9.671, cf. 23.469.

Greek Monolingual

ἀνασταδὸν (Α) ανίστημι
το να στέκεται κανείς όρθια, όρθιος.

Greek Monotonic

ἀναστᾰδόν: επίρρ. (ἀνίστημι), σε όρθια θέση, κατακόρυφα, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναστᾰδόν: adv. поднимаясь или поднявшись, вставая или стоя Hom.