εὐρυρέων
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
ουσα, ον,
A broad-flowing, shd. be written divisim, Il.2.849, etc.
German (Pape)
[Seite 1095] οντος, dasselbe, Axios, Il. 2, 849; Φᾶσις Ap. Rh. 2, 1261; vor Wolf getrennt geschrieben. Vgl. Pind. Ol. 5, 18.
Greek (Liddell-Scott)
εὐρυρέων: -ουσα, -ον, εὐρέως ῥέων, Ἀξιὸς εὐρυρέων Ἰλ. Β. 849., Π. 288., Φ. 157· Ἀλφεὸς Πινδ. Ο. 5. 44. - Δὲν ὑπάρχει ῥῆμα εὐρυρέω (διότι ἐν Ἰλ. Ε. 545 ἀναγνωστέον εὐρὺ ῥέει), δι’ ὃ ἐν ταῖς νεωτάταις καὶ ἀρίσταις ἐκδ. γράφεται διῃρημένως: εὐρὺ ῥέων.
French (Bailly abrégé)
έουσα, έον;
c. εὐρυρέεθρος.
Étymologie: εὐρύς, ῥέω.
Greek Monolingual
εὐρυρέων, -ουσα, -ον (Α)
αυτός που ρέει σε πλατιά κοίτη («Ἀλφεὸν εὐρυρέοντα», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + ρέων (< ρέω)].
Greek Monotonic
εὐρυρέων: -ουσα, -ον (ῥέω), αυτός που έχει πλατιά κανάλια, που έχει πλατιά ροή, σε Ομήρ. Ιλ.· δεν υπάρχει ρήμα εὐρυρέω, βλ. εὖ.
Russian (Dvoretsky)
εὐρῠρέων: έουσα, έον Hom., Pind. = εὐρυρέεθρος.