χρυσωρύχος

From LSJ
Revision as of 02:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσωρύχος Medium diacritics: χρυσωρύχος Low diacritics: χρυσωρύχος Capitals: ΧΡΥΣΩΡΥΧΟΣ
Transliteration A: chrysōrýchos Transliteration B: chrysōrychos Transliteration C: chrysorychos Beta Code: xrusw/ruxos

English (LSJ)

(parox.), ον, (ὀρύσσω)

   A digging for gold, μύρμηκες Str.2.1.9; ἔργα Supp.Epigr.6.166 (Phrygia, iv A. D.): as Subst., gold-miner, Zos.Alch. p.240B.; cf. χρυσώρυφος.

German (Pape)

[Seite 1383] Gold grabend, Goldgräber, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσωρύχος: [ῠ], -ον, (ὀρύσσω) ὁ ἐξωρύττων χρυσόν, τοὺς χρυσωρύχους μύρμηγκας Στράβ. 70.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui creuse ou exploite une mine d’or.
Étymologie: χρυσός, ὀρύσσω.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
άτομο που σκάβει τη γη ή ανασκαλεύει την άμμο για να βρει χρυσό
νεοελλ.-μσν.
εργάτης σε χρυσωρυχείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ωρύχος (< ὀρύσσω «σκάβω»), πρβλ. μεταλλ-ωρύχος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

χρῡσωρύχος: [ῠ], -ον (ὀρύσσω), αυτός που σκάβει για να βρει χρυσό, σε Στράβ.