ἀντεπεξέρχομαι

From LSJ
Revision as of 21:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςlife is not worth living if you do not have at least one friend

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντεπεξέρχομαι Medium diacritics: ἀντεπεξέρχομαι Low diacritics: αντεπεξέρχομαι Capitals: ΑΝΤΕΠΕΞΕΡΧΟΜΑΙ
Transliteration A: antepexérchomai Transliteration B: antepexerchomai Transliteration C: antepekserchomai Beta Code: a)ntepece/rxomai

English (LSJ)

   A = ἀντεπέξειμι, ib.131, Aristid.1.149J.

German (Pape)

[Seite 247] (s. ἔρχομαι), dass., Thuc. 4, 131.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεπεξέρχομαι: ἀντεπέξειμι, Θουκ. 4. 131, Ἀριστείδ. 1 149.

French (Bailly abrégé)

part. ao.2 ἀντεπεξελθών;
c. ἀντεπέξειμι.

Spanish (DGE)

1 salir a su vez al encuentro τοῖς προτέροις ἐπιστρατεύσασι Aristid.1.149
abs. Th.4.131.
2 vengarse κακῶς παθόντα μὴ ἀντεπεξελθεῖν Chrys.M.62.114.

Greek Monolingual

ἀντεπεξέρχομαι)
νεοελλ.
ανταποκρίνομαι σε ανάγκες ή υποχρεώσεις, αντιμετωπίζω με επιτυχία, τα βγάζω πέρα
αρχ.
αντεπιτίθεμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι + επεξέρχομαι. Ο τ. ανταπεξέρχομαι —με εξακολουθητική αφομοίωση του -ε-σε -α- ή από παρετυμολογική σύνδεση με το προρρηματικό από- (αντί επί)— χρησιμοποιείται συχνά αντί του ορθού αντεπεξέρχομαι].

Greek Monotonic

ἀντεπεξέρχομαι: = ἀντεπέξειμι, σε Θουκ.