γάργαρα
φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife
English (LSJ)
τά,
A heaps, lots, plenty, ἀνδρῶν Aristomen.1; ἀνθρώπων Alc.Com.19.
German (Pape)
[Seite 475] τά, Haufen, Menge, com. bei Schol. Ar. Ach. 3.
Greek (Liddell-Scott)
γάργᾰρα: τά, πλῆθος, σωρός, ἀφθονία, Ἀριστομ. Βοηθ. 1. Ἀλκαῖ. Κωμ. Κωμῳδ. 1· πρβλ. ψαμμακοσιογάργαρα. (Ἐντεῦθεν γαργαίρω, καὶ πιθ. τὸ ὄρος Γάργαρα, ἴδε Βεργ. Γεωρ. 1. 103).
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
foule remuante ou fourmillante.
Étymologie: DELG terme expressif attesté seul. chez les comiques.
Spanish (DGE)
(γάργᾰρα) -ων, τά
montón, multitud ἀνδρῶν Aristomen.1, ἀνθρώπων Alc.Com.19.3, χρημάτων Trag.Adesp.442.
• Etimología: Forma c. red. impresiva de la r. de ἀγείρω q.u., rel. c. lat. grex, lituan. gurgulŷs ‘embrollo’.
Greek Monolingual
γάργαρα, τα (Α)
ομάδες, παρέες ανθρώπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ονοματοποιημένη λ. με εκφραστικό αναδιπλασιασμό που μαρτυρείται μόνον στους κωμικούς ή σε λεξικογράφους. Ανάγεται στην ινδοευρ. ρίζα ger-, gere- «συνοψίζω, συγκεφαλαιώνω, μαζεύω, συλλέγω» και πιθανώς συνδέεται με τη λ. αγείρω (πρβλ. λιθ. gurgulӯs «σμήνος πουλιών», gurguole «πλήθος», λατ. grex «σμήνος» κ.λπ.). Τέλος πιθ. να προήλθε από παρετυμολογική επίδραση του γαργαρίζω.
Greek Monotonic
γάργᾰρα: τά, σωρός, αφθονία, πλήθος· πρβλ. ψαμμακοσιο-γάργαρα (άγν. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
γάργᾰρα: τά множество (только в ψαμμακοσιο-γάργαρα Arph., см.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: n. pl.
Meaning: heaps, lots (of people (Com.)
Other forms: Dissimilated γάργαλα πλῆθος, πολλά H.
Derivatives: γαργαρίς θόρυβος H., γαργαίρω swarm (Com., Sophr.); γαργάρται λίθοι αὑτοφυεῖς (H.)? With another vowel γέργερα πολλά H.
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: Reduplicated onomatopoetic formation. Not to ἀγείρω, ἀγοστός (s. vv.). Comparable independent formations e. g. Lith. gurgulỹs tangle of threads, swarm (of birds), gùrguolė mass (people, bees). Improbable is connection with Lat. grex etc.; not here Skt. nágara- town.