γραφίς
σὺν Ἀθηνᾷ καὶ σὺ χεῖρα κινεῖ → God helps those who help themselves, God helps them that help themselves, heaven helps those who help themselves, the Lord helps those who help themselves, move your hand along with Athena, move your hand along with Minerva, fortune favors the prepared mind, fortune favours the prepared mind, chance favors the prepared mind, chance favours the prepared mind
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A = γραφεῖον 1, AP6.63 (Damoch.), 65 (Paul. Sil.), 67 (Jul.): esp. stilus for writing on waxen tablets, Pl.Prt.326d; paint-brush, APl.4.178 (Antip.); graving tool, LXX Ex.32.4; σύμβολα . . γραφίδεσσι κατέξυσα Hymn.Is.11, cf. AP4.3b.72 (Agath.); needle for embroidering, APl.4.324. II embroidery, AP5.275 (Agath.): but in pl., = paintings, Nonn.D.25.433.
German (Pape)
[Seite 505] ίδος, ἡ, der Griffel zum Schreiben, Plat. Prot. 326 d; Pinsel zum Malen, Ar. Ran. 1545 u. sonst. In Ep. ad. 423 (Plan. 324) Nadeln zum Sticken; Agath. 5 (V, 276) die Stickerei.
Greek (Liddell-Scott)
γρᾰφίς: -ίδος, ἡ,= γραφεῖον Ι, Ἀνθ. Π. 6. 63, 65, 67· ἰδίως, κάλαμος ἢ ἐργαλεῖον πρὸς γραφὴν ἐπὶ κηρίνων πινάκων, Πλάτ. Πρωτ. 326D· ἐργαλεῖον πρὸς γλυφήν, ἤτοι σκάλισμα, σύμβολα…γραφίδεσσι κατέξυσα Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 1028. 11· βελόνη κεντήματος, Ἀνθ. Πλαν. 4. 324. ΙΙ.= γραφή, σχεδιογράφημα, Βιτρούβ. 1. 1· κέντημα, Ἀνθ. Π. 5. 276.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
1 stylet pour écrire;
2 pinceau.
Étymologie: γράφω.
Spanish (DGE)
(γρᾰφίς) -ίδος, ἡ
• Alolema(s): dór. γροφίς IG 42.102.282, 292 (IV a.C.)
• Morfología: [ép. y jón. plu. dat. γραφίδεσσι Hymn.Is.11 (Andros), AP 4.3.118 (Agath.)]
I 1estilo, punzón para la escritura, Pl.Prt.326d, IG ll.cc.
•cincel para grabar σύμβολα ... γραφίδεσσι κατέξυσα Hymn.Is.l.c., cf. LXX Ex.32.4, Ath.106c, γραφίδεσσι χαράξαμεν AP l.c.
2 pincel Ph.2.192, AP 6.65 (Paul.Sil.), 67 (Iul.Aegypt.), Poll.7.128, Vitr.1.1.3, 1.1.4, 1.1.13, Plin.HN 35.68, AP 16.178 (Antip.Sid.)
•especie de pluma para la escritura AP 6.63 (Damoch.).
3 aguja de bordar, AP 16.324.
II dicho de lo grabado
1 pintura, dibujo, retrato, AP 1.36.5 (Agath.), Nonn.D.25.433.
2 bordado, AP 5.276 (Agath.).
Greek Monotonic
γρᾰφίς: -ίδος, ἡ (γράφω),
I. 1. εργαλείο ή καλάμι χρησιμοποιούμενο για τη γραφή πάνω σε κέρινες πλάκες, σε Πλάτ. κ.λπ.·
2. επίσης, βελόνα πλεξίματος, κεντήματος, σε Ανθ.
II. = γραφή, εργόχειρο, κέντημα, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
γρᾰφίς: ίδος ἡ1) Arph., Plat., Anth. = γραφεῖον;
2) вышивка, шитье (χρυσεοπήνητος Anth.).