ἥδυσμα
Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn
English (LSJ)
ατος, τό, (ἡδύνω)
A relish, seasoning, sauce, Ar.Eq.678, V. 496, Pl.R.332d, X.Mem.3.14.5, Thphr.CP6.4.6, etc.; of vinegar, Ath.2.67c: metaph., οὐ . . ἡδύσματι χρῆται ἀλλ' ὡς ἐδέσματι τοῖς ἐπιθέτοις Arist.Rh.1406a19; ἡ μελοποιΐα μέγιστον τῶν ἡ. Id.Po.1450b16, cf. Jul.Or.7.207b: in pl., spices, aromatics, Hp.Mul.2.202, Dsc.1.61, Plu.2.995c.
German (Pape)
[Seite 1154] τό, Alles was dazu dient, eine Speise oder ein Getränk schmackhaft zu machen, Würze, Gewürz, so γήτειον Ar. Vesp. 496 Equ. 676 als Würze der Sardellen; τέχνη μαγειρικὴ τοῖς ὄψοις ἀποδίδωσι τὰ ἡδύσματα Plat. Rep. I, 332 d; Xen. Mem. 3, 14, 5; vom Pfeffer u. Essig, Ath. II, 67 c. Auch von Wohlgerüchen, Hippocr.; Specereien, Plut. de esu carn. 1, 5; oft übertr., παιδιὰ τοῦ πόνου ἥδυσμα Lyc. 25; Reiz, Arist. poet. 5, 5 u. Sp. oft.
Greek (Liddell-Scott)
ἥδυσμα: τό, (ἡδύνω) ἐν τῇ μαγειρικῇ, τὸ παρέχον ἡδύτητα, τὸ ποιοῦν τὸ φαγητὸν νόστιμον, «σάλτσα», Ἀριστοφ. Ἱππ. 678. Σφηξ. 496, Πλάτ. Πολιτ. 332D, Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 5, κτλ.· ἐπὶ ὄξους, Ἀθήν. 67C· ἐπὶ μυρωδικῶν, Πλούτ. 2. 995C· ― μεταφ., οὐ... ἡδύσματι, ἀλλ’ ὡς ἐδέσματι χρῆσθαι τοῖς ἐπιθέτοις Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 3· ἡ μελοποιΐα μέγιστον τῶν ἡδ. ὁ αὐτ. Ποιητ. 6, 27· παιδιὰ τοῦ πόνου ἥδυσμα Πλούτ. Λυκ. 25· πρβλ. ἡδύνω ΙΙ. 1· ― ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, μυρωδικόν, εὐῶδες ἔλαιον, Ἱππ. 670. 37.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 assaisonnement;
2 τὰ ἡδύσματα essences, parfums.
Étymologie: ἡδύνω.
Greek Monolingual
το (AM ἥδυσμα) ηδύνω
καθετί που παρέχει γλυκύτητα, καθετί που κάνει το φαγητό νόστιμο, άρτυμα, καρύκευμα
(«παντοδαπά ἡδύσματα εἰς τὸ στόμα λαμβάνων», Ξεν.)
μσν.-αρχ.
1. καθετί που παρέχει ευχαρίστηση, τέρψη («οὐχ... ἡδύσματι χρῆται ἀλλ' ὡς ἐδέσματι τοῑς ἐπιθέτοις», Αριστοτ.)
2. στον πληθ. τὰ ἡδύσματα
τα μυρωδικά.
Greek Monotonic
ἥδυσμα: -ατος, τό (ἡδύνω), αυτό που δίνει γλυκύτητα και νοστιμιά στο φαγητό, η σάλτσα, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἥδυσμα: ατος τό1) приправа, пряность, соус Arph., Xen., Plat., Arst., Plut.;
2) перен. приправа, услада, украшение (ἡ μελοποιΐα μέγιστον τῶν ἡδυσμάτων Arst.; ἡ παιδιὰ τοῦ πόνου ἥ. Plut.): οὐκ ἡδύσματι χρῆται, ἀλλ᾽ ὡς ἐδέσματι τοῖς ἐπιθέτοις Arst. (Алкидамант) использует эпитеты не как приправу, а как (самое) пищу.