προσκύπτω

From LSJ
Revision as of 08:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκύπτω Medium diacritics: προσκύπτω Low diacritics: προσκύπτω Capitals: ΠΡΟΣΚΥΠΤΩ
Transliteration A: proskýptō Transliteration B: proskyptō Transliteration C: proskypto Beta Code: prosku/ptw

English (LSJ)

   A stoop to or over one, ὅταν . . προσκύψασα φιλήσῃ Ar.V. 608; ἔλεγεν ἄττα προσκεκῡφώς Pl.R.449b; π. τινὶ πρὸς τὸ οὖς lean towards one and whisper in his ear, Id.Euthd.275e; πρὸς τὸ οὖς cj. in Thphr.Char.2.10; π. πρός τινα Ath.5.181f; προσεκεκύφει τῇ γῇ Longin.Rh.p.180 H.

German (Pape)

[Seite 771] sich wohin bücken, neigen; προσκύψασα φιλήσῃ, Ar. Vesp. 608; ἔλεγεν ἄττα προσκεκυφώς, Plat. Rep. V, 449 b; πρὸς τὸ οὖς, um ins Ohr zu flüstern, Euthyd. 275 e; vgl. Jac. Ach. Tat. p. 849.

Greek (Liddell-Scott)

προσκύπτω: κύπτω πρός τινα, ὅταν… προσκύψασα φιλήσῃ Ἀριστοφ. Σφ. 608· ἔλεγεν ἄττα προσκεκῡφὼς Πλάτ. Πολ. 449Β· πρ. τινὶ πρὸς τὸ οὖς, κύπτω πρός τινα καὶ ψιθυρίζω πρὸς τὸ οὖς αὐτοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 275Ε· οὕτω, πρ. πρός τινα Ἀθήν. 181F.

French (Bailly abrégé)

se pencher vers, avec πρός et l’acc..
Étymologie: πρός, κύπτω.

Greek Monolingual

ΜΑ κύπτω
μσν.
σκύβω προς τα έξω, γέρνω από το παράθυρο ή από τον εξώστη
αρχ.
κλίνω, γέρνω προς κάποιον, σκύβω.

Greek Monotonic

προσκύπτω: μέλ. -ψω, παρακ. -κέκῡφα· σκύβω προς ή επάνω σε κάποιον, σε Αριστοφ.· προσκύπτω τινὶτὸ οὖς, σκύβω προς το μέρος κάποιου και ψιθυρίζω στο αυτί του, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

προσκύπτω: нагибаться, наклоняться (προσκύψας μοι πρὸς τὸ οὖς Plat.): ἔλεγεν ἄττα προσκεκῡφώς Plat. наклонившись, он что-то сказал (ему).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-κύπτω voorover buigen naar:. ὅταν... προσκύψασα φιλήσῃ wanneer zij zich voorover buigt om mij te kussen Aristoph. Ve. 608; προσκύψας μοι μικρὸν πρὸς τὸ οὖς na zich een beetje naar mijn oor gebogen te hebben Plat. Euthyd. 275e.