Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προσπασσαλεύω

From LSJ
Revision as of 06:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπασσᾰλεύω Medium diacritics: προσπασσαλεύω Low diacritics: προσπασσαλεύω Capitals: ΠΡΟΣΠΑΣΣΑΛΕΥΩ
Transliteration A: prospassaleúō Transliteration B: prospassaleuō Transliteration C: prospassaleyo Beta Code: prospassaleu/w

English (LSJ)

Att. προσπαττ-,

   A nail fast to, σε τῷδε . . πάγῳ A.Pr.20; [ἐμβάδια] πρὸς τὸ μέτωπον ὥσπερ κοτίνῳ Ar.Pl.943; but in Hdt.9.120, σανίδα (or σανίδας) προσπασσαλεύσαντες (sc. αὐτῷ) (nisi leg. σανίδι):—Pass., προσπεπατταλευμένον γράφουσι τὸν Προμηθέα πρὸς ταῖς πέτραις Men.535.1; τὴν Ἀνδρομέδαν ἐπί τινος πέτρας . . προσπεπ. Luc.DMar.14.3: metaph., ἀχανής, προσπεπατταλευμένος, ἄφωνος fixed to the spot, Hegesipp.Com.1.25.    II nail up or hang upon a peg, τὸν τρίποδα Hdt.1.144:—Pass., Cratin.164.

German (Pape)

[Seite 776] att. -τταλεύω, noch dazu, daneben annageln; τῷ πάγῳ, Aesch. Prom. 20; Ar. Plut. 943; Her. πρὸς τὰ οἰκία τρίποδα, 1, 144. 9, 120 u. Sp., wie Luc. D. Mar. 14, 3 u. öfter; komisch ἀχανὴς προσπεπατταλευμένος, Hegesipp. b. Ath. IV, 290 d, gleichsam vor Staunen angenagelt; – auch = an einen Nagel aufhängen, Theophr. char. 21, 2.

Greek (Liddell-Scott)

προσπᾰσσαλεύω: Ἀττικ. προσπαττ-, ὡς τὸ προσηλόω, καρφώνω, στερεῶς προσηλώνω, σε τῷδε τῷ πάγῳ Αἰσχύλ. Πρ. 20˙ ἐμβάδια πρὸς τὸ μέτωπον Ἀριστοφ. Πλ. 943˙ ― παρ’ Ἡροδ. 9. 120, τἀνάπαλιν, σανίδα προσπασσαλεύσαντες (ἐξυπ. αὐτῷ), ἂν καὶ θὰ ἐπροτίμα τις νὰ ἀναγνώσῃ: σανίδι ἢ πρὸς σανίδα, πρβλ. 7. 33. ― Παθητ., προσπεπατταλευμένον γράφουσι τὸν Προμηθέα πρὸς ταῖς πέτραις Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 6˙ τὴν Ἀνδρομέδαν ἐπί τινος πέτρας... προσπεπ. Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 14. 3˙ μεταφορ., ἀχανής, προσπεπατταλευμένος, ἄφωνος, προσηλωμένος εἰς τὸ αὐτὸ σημεῖον, ἀκίνητος, Ἡγήσιππ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 25. ΙΙ. καρφώνω ἢ ἀναρτῶ εἰς πάσσαλον, τὸν τρίποδα Ἡρόδ. 1. 144, πρβλ. Θεοφρ. Χαρακτ. 21.

French (Bailly abrégé)

1 clouer contre : τινά τινι qqn contre qch ; τι πρός τι une chose contre une autre;
2 suspendre à un clou, à une patère, etc., acc..
Étymologie: πρός, πασσαλεύω.

Greek Monolingual

και αττ. τ. προσπατταλεύω Α
1. καρφώνω κάτι στερεά («σανίδας προσπασσαλεύσαντες», Ηρόδ.)
2. κρεμώ κάτι στον τοίχο με καρφί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + πασσαλεύω (< πάσσαλος)].

Greek Monotonic

προσπᾰσσαλεύω: Αττ. προσ-παττ-, μέλ. -σω,
I. καρφώνω σταθερά σ' ένα σημείο, τινά τινι, σε Αισχύλ.· πρός τι, σε Αριστοφ.· αντιστρόφως, σανίδα προσπασσαλεύσαντες (ενν. αὐτῷ), σε Ηρόδ.
II. καρφώνω ή κρεμώ πάνω σε πάσσαλο, τὸν τρίποδα, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

προσπασσᾰλεύω: атт. προσπαττᾰλεύω
1) приколачивать, пригвождать (τινὰ τῷ πάγῳ Aesch.; τι πρὸς τὸ μέτωπόν τινι ὥσπερ κοτίνῳ Arph.; τινὰ ἐπὶ πέτρας Luc.);
2) вешать на гвоздь (τὸν τρίποδα Her.).