σαγηνευτήρ
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A one who fishes with the σαγήνη: hence, of a comb, πλατὺς τριχῶν σ. AP6.211 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 857] ῆρος, ὁ, = Folgdm; Leon. Tar. 5 (VI, 211) nennt den Kamm τὸν πλατὺν τριχῶν σαγηνευτῆρα.
Greek (Liddell-Scott)
σᾰγηνευτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ ἁλιεύων διὰ σαγήνης· ἐνυεῦθεν ἐπὶ τοῦ κτενίου, πλατὺς τριχῶν σαγ. Ἀνθ. Π. 6, 211.
French (Bailly abrégé)
(ὁ) :
c. σαγηνεύς.
Étymologie: σαγηνεύω.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
αυτός που αλιεύει με το δίχτυ σαγήνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαγηνεύω + επίθημα -τήρ (πρβλ. πυρσευ-τήρ, ταριχευ-τήρ)].
Greek Monotonic
σᾰγηνευτήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που ψαρεύει με δίχτυα, ψαράς, αλιέας· λέγεται επίσης για το χτένι, για τη τσατσάρα, τριχῶν σαγηνευτήρ, σε Ανθ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σᾰγηνευτήρ, -ῆρος, ὁ [σαγηνεύω] sleepnetvisser; overdr.. τριχῶν σ. sleepnetvisser voor haren (= kam) AP 6.211.5.