ὑπερζέω
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
English (LSJ)
A boil over, Id.GA753a33, Pr.936a37, PHolm.18.23: metaph., ἁνὴρ παφλάζει . . ὑπερζέων Ar.Eq.920 (lyr.); τὰ παιδία ὑ. τῷ πάθει Arist.Pr.861b8; of anger, Eun.Hist.p.240 D.; φύσιν . . ἐν αὑτῇ οἷον ὑπερζέουσαν ζωῇ Plot.6.5.12. 2 ferment thoroughly, Dsc.5.7, Herod.Med. ap. Aët.9.2.
German (Pape)
[Seite 1195] (s. ζέΕω), übermäßig kochen, überkochen, Ar. Equ. 917 u. Sp., wie Luc. de dips. 1.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερζέω: μέλλ. -ζέσω, ὑπερμέτρως ζέω, «παραβράζω», Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 2, 18, Πρβλ. 24. 6· μεταφορ., ἀνὴρ παφλάζει... ὑπερζέων Ἀριστοφ. Ἱππ. 920· τὰ παιδία ὑπερζ. τῷ πάθει Ἀριστ. Προβλ. 1. 19· ὑπ. ὀργῇ εἴς τινα Βυζ.
French (Bailly abrégé)
1 bouillir trop ou très fort ; fig. bouillonner (de colère, etc.);
2 être ardent en parl. du soleil.
Étymologie: ὑπέρ, ζέω.
Greek Monolingual
Α
1. βράζω πάρα πολύ, παραβράζω
2. μτφ. α) (για τον ήλιο) καίω από ψηλά
β) βρίσκομαι σε ψυχικό αναβρασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ζέω «βράζω, κοχλάζω»].
Greek Monotonic
ὑπερζέω: μέλ. -ζέσω, παραβράζω, ξεχειλίζω· μεταφ., λέγεται για άνδρα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερζέω: 1) кипеть, выкипать Arst.;
2) перен. кипеть, вскипать, волноваться Arph., Arst.;
3) быть раскаленным, горячим (ἡ φάμμος ὑπερζέουσα Luc.).