κήλων

From LSJ
Revision as of 02:18, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2)

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κήλων Medium diacritics: κήλων Low diacritics: κήλων Capitals: ΚΗΛΩΝ
Transliteration A: kḗlōn Transliteration B: kēlōn Transliteration C: kilon Beta Code: kh/lwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, (κῆλον)

   A swipe, swing-beam, for drawing water, IG 11(2).154A8 (Delos, iii B.C.), PLond.1.131r.303 (i A.D.), Hsch.    II ὄνος κ. he-ass, Archil.97, cf. Eust.1597.28, Ph.2.307; stallion, Hsch., Suid., prob.in Plaut.Poen.1168: hence of Pan, Cratin.321.

German (Pape)

[Seite 1431] ωνος, ὁ, 1) der Brunnenschwengel, oder der Balken beim Ziehbrunnen, der herabgelassen wird (s. κηλώνειον), auch Pumpe im Schiff, Hesych. – 2) ὄνος, der Zuchthengst, Archil. 79 u. Sp., wie Philo; auch übertr. von einem geilen Menschen. Den Pan nennt so Cratin. E. M. 183, 46 (fr. inc. 22).

Greek (Liddell-Scott)

κήλων: -ωνος, ὁ, (κῆλον) μακρὰ ξυλίνη δοκός, δι’ ἧς ἀνασύρουσιν ὕδωρ ἐκ τῶν φρεάτων, κοινῶς «γεράνι», Λατ. tolleno, Ἡσύχ.· οὕτω, κηλώνειον, Ἰον.-ήιον, τό, Ἡρόδ. 1. 193., 6. 119, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 544, Ἀριστ. Μηχαν. 28, 1. ΙΙ. ὄνος κ., ἄρρην ὄνος, Ἀρχίλ. 31, πρβλ. Εὐστ. 1597. 28, Φίλων. 2. 307· ὡσαύτως, ὁ ὀχευτὴς ἵππος, Ἡσύχ., Σουΐδ.· ἐντεῦθεν ἐπὶ τοῦ Πανός, Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 22.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
1 étalon, cheval entier ; p. ext. âne, animal;
2 p. anal. levier d’un puits.
Étymologie: DELG v. Σιληνός.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ κήλων, -ωνος)
επιβήτορας ίππος ή όνος
αρχ.
1. μακρύ ξύλινο δοκάρι με το οποίο ανασύρεται ο κάδος με το νερό από τα φρέατα, κν. γεράνι
2. προσωνυμία του Πανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μετονοματικό παρ. σε -ων / -ωνος (πρβλ. γάστρ-ων, γλίσχρ-ων), που προέρχεται πιθ. από τον τ. κήλον με τη μη μαρτυρούμενη σημ. «πόσθη, ανδρικό μόριο». Η υπόθεση αυτή βασίζεται πιθ. στο ότι στην αρχαιότητα υπήρχαν πολλές παραστάσεις ιθύφαλου όνου].

Greek Monotonic

κήλων: -ωνος, ὁ, μακριά ξύλινη βέργα για την άντληση νερού, Λατ. tolleno· ομοίως κηλώνειον, Ιων. -ήϊον, τό, σε Ηρόδ.

Frisk Etymological English

-ωνος
Grammatical information: m.
Meaning: stallion, he-ass (Archil., Kratin., Ph., H.) often metaph.. swing-beam (for drawing water), swipe (Delos IIIa, Pap.; as MHG heng(e)st);
Dialectal forms: Dor. κάλων
Compounds: as 1. member in κηλωνο-στάσιον support or base for the swing-beam (PBerl. Leihg. 13, 14; cf. the ed. ad loc.).
Derivatives: κηλωνεῖον, Ion. -ήϊον machine for drawing (water) (Hdt., Ar., Arist.) and κηλωνεύω turn the swing-beam (Hero, Ath. Mech.). Sec. formation in -ων (Chantraine Formation 161f.);
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Basis uncertain. Vendryes REGr. 25, 461 proposes to start from κῆλον in the not-attested sense of πόσθη. Diff., not better, Zupitza Die german. Gutt. 195: to OHG scelo Schellhengst, MHG schel jumping, auffahrend etc. - Cf. on Σιληνός.