λαοφόνος

From LSJ
Revision as of 23:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαοφόνος Medium diacritics: λαοφόνος Low diacritics: λαοφόνος Capitals: ΛΑΟΦΟΝΟΣ
Transliteration A: laophónos Transliteration B: laophonos Transliteration C: laofonos Beta Code: laofo/nos

English (LSJ)

ον,

   A slaying the people, δόρυ B.12.120; Διομήδης Theoc.17.53; ξίφος IG14.1294.

Greek (Liddell-Scott)

λᾱοφόνος: -ον, φονεύων τὸν λαόν, Θεόκρ. 17. 53, Συλλ. Ἐπιγρ. 6854f.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue le peuple.
Étymologie: λαός, πεφνεῖν.

Greek Monolingual

λαοφόνος, -ον (Α)
αυτός που καταστρέφει τους ανθρώπους («λαοφόνον δόρυ», Βακχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαο- + -φόνος (< θείνω «φονεύω»), πρβλ. δολο-φόνος, θηρο-φόνος.

Greek Monotonic

λᾱοφόνος: -ον (*φένω), αυτός που σκοτώνει τον λαό, ολέθριος, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

λᾱοφόνος: человекоубийственный (Διομήδης Theocr.).