Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λοφιά

From LSJ
Revision as of 06:15, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοφῐά Medium diacritics: λοφιά Low diacritics: λοφιά Capitals: ΛΟΦΙΑ
Transliteration A: lophiá Transliteration B: lophia Transliteration C: lofia Beta Code: lofia/

English (LSJ)

Ion. λοφ-ῐή, ἡ, (λόφος)

   A mane or bristly ridge on the back of animals, mane of horses, bristly back of boars and hyenas (cf. Arist.PA658a30, HA 498b30, 579b16), φρίξας εὖ λοφιήν, of a wild boar, Od.19.446; ὀρθὰς ἐν λοφιῇ φρίσσει τρίχας ἀμφί τε δειρήν Hes.Sc.391; ἀντὶ λόφου ἡ λοφιὴ κατέχρα the mane served for a plume, Hdt.7.70, cf. 2.71.    2 backfin of dolphins and similar fishes, D.S.3.41, AP9.222 (Antiphil.), Philostr.Im.1.19.    II = λόφος 11, ridge, LXX Jo.15.2, al., AP9.249 (Maec.).

Greek (Liddell-Scott)

λοφῐά: Ἰων. -ιή, ἡ, (λόφος) ἡ χαίτη ἢ ἡ τριχοφόρος ῥάχις τῶν χοίρων καὶ ὑαινῶν (πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 14, 4, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2, 1, 19., 6. 32, 1), φρίξας εὖ λοφιήν, ἐπὶ ἀγρίου χοίρου, Ὀδ. Τ. 446· οὕτω, ὀρθὰς ἐν λοφιῇ φρίσσει τρίχας ἀμφί τε δειρὴν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 391· ἀντὶ λόφου ἡ λοφιὴ κατέχρα, ἡ χαίτη ἐχρησίμευεν ἀντὶ λόφου, Ἡρόδ. 7. 70, πρβλ. 2. 71. 2) τὸ ἐπὶ τοῦ πτερυγίου τῆς ῥάχεως τῶν δελφίνων καὶ ὁμοίων ἰχθύων, Διόδ. 3. 41, Φιλόστρ. 793, Ἀνθ. Π. 9. 222. ΙΙ. = λόφος, αὐτόθι 249, Ἑβδ. (Ἰησ. Ν. ΙΕ΄, 2, κ. ἀλλ.).

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
I. 1 cou garni d’une crinière, de longs poils, de soies;
2 p. ext. crinière, longs poils, soies;
3 p. anal. nageoires du dos d’un poisson;
4 dos d’un animal;
II. fig. colline.
Étymologie: λόφος.

Greek Monolingual

η (AM λοφιά, Α ιων. τ. λοφιή) λόφος
χαίτη ζώου ή οι τρίχες που βρίσκονται στη ράχη μερικών ζώων («ἡ δὲ ὕαινα... λοφιὰν ἔχει δι' ὅλης τῆς ράχεως», Αριστοτ.)
νεοελλ.
το λοφίο που βρίσκεται στο κεφάλι ορισμένων πτηνών
αρχ.
1. το πτερύγιο της ράχης τών δελφινιών και άλλων παρόμοιων ψαριών («κήτη... οὐ μέντοι λυποῡντα τοὺς ἀνθρώπους, ἐὰν μή τις ἀκουσίως αὐτῶν ταῑς λοφιαῑς περιπέσῃ», Διόδ.)
2. λόφος, ύψωμα.

Greek Monotonic

λοφιά: Ιων. λοφιή, ἡ (λόφος
1. όνομα του λαιμού και της πλάτης συγκεκριμένων ζώων, χαίτη των αλόγων, τριχωτή ράχη χοίρων και υαινών, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
2. πτερύγιο ράχης ψαριών, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λοφιά: эп.-ион. λοφιή
1) грива (ἵππου Her.);
2) щетина (sc. συός Hom.): φρίξας λοφιήν Hom. ощетинившись;
3) спина, хребет (sc. θηρός Anth.);
4) спинной плавник (τῶν κητῶν Diod.);
5) возвышение, холм: παρ᾽ ἄκραις λοφιαῖς Anth. на вершинах холмов.