μελεδών

From LSJ
Revision as of 23:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελεδών Medium diacritics: μελεδών Low diacritics: μελεδών Capitals: ΜΕΛΕΔΩΝ
Transliteration A: meledṓn Transliteration B: meledōn Transliteration C: meledon Beta Code: meledw/n

English (LSJ)

ῶνος, ἡ,

   A = μελεδώνη 11, Aret.SD1.6, Dioscorus in PLit.Lond.98 ii 20.    II in pl., = μελεδώνη 1 (q. v.), cj. in Hsch.; τῇσι μελεδώνεσι sufferings of a patient, Aret.SD2.4 (-δόσεσι codd., -δόσι Hude).

German (Pape)

[Seite 121] ῶνος, ἡ, = μελεδώνη, μελεδῶνας, Sorge, H. h. Apoll. 532; Theogn. 883; μελεδῶνες, Phanocl. 1, 5 bei Stob. fl. 64, 14; Hesych. erkl. φροντίδες. Vgl. auch μεληδών. Hierher gehört auch die verderbte Glosse bei Greg. Cor. 558 μελεδανθέων ἀντὶ τοῦ μεριμνῶν, θεραπειῶν. – Nach Hesych. auch ὁ, = Folgdm, φροντιστής, ἐπίτροπος.

Greek (Liddell-Scott)

μελεδών: ἴδε ἐν λέξ. μελεδώνη. 2) = ὁ βασιλεύς, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ἡ) :
soin, souci.
Étymologie: μέλει.

English (Autenrieth)

ῶνος (μέλω) = μελέδημα, Od. 19.517† (v. l. μελεδῶναι).

Greek Monolingual

μελεδών και μεληδών, -ῶνος και μελεδώνη, ἡ (Α)
1. μελέτη
2. μέριμνα, φροντίδα («δέεται πολλῆς μελεδῶνος», Ιπποκρ.)
3. στον πληθ. αἱ μελεδῶνες και μελεδῶναι
λύπες, έγνοιες, σκοτούρες («πυκιναὶ δὲ μοι ἀμφ' ἁδινὸν κῆρ ὀξεῑαι μελεδῶνες ὀδυρομένην ἐρέθουσιν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλω + επίθημα -(η)δών (πρβλ. λατ. επίθημα -do, -donis), πρβλ. αλγ-ηδών, σηπ-εδών].

Greek Monotonic

μελεδών: ἡ, = μελεδώνη, σε Ησίοδ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

μελεδών: ῶνος ἡ HH, Hes. = μελεδώνη.