ὀψίκοιτος

From LSJ
Revision as of 01:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀψίκοιτος Medium diacritics: ὀψίκοιτος Low diacritics: οψίκοιτος Capitals: ΟΨΙΚΟΙΤΟΣ
Transliteration A: opsíkoitos Transliteration B: opsikoitos Transliteration C: opsikoitos Beta Code: o)yi/koitos

English (LSJ)

ον,

   A going late to bed, late-watching, ὄμματα A.Ag. 889.

German (Pape)

[Seite 432] spät schlafend, ὄμματα, Aesch. Ag. 863.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψίκοιτος: -ον, ὁ ὀψὲ εἰς τὴν κλίνην ἀπερχόμενος, ὁ ἀγρυπνῶν ἐπὶ πολὺ τῆς νυκτός, ὄμματα Αἰσχύλ. Ἀγ. 889.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s’endord tard.
Étymologie: ὀψέ, κοίτη.

Greek Monolingual

ὀψίκοιτος, -ον (Α)
αυτός που πηγαίνει στο κρεβάτι του αργά τη νύχτα, που κοιμάται αργά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι- (βλ.λ. οψέ) + -κοιτος (< κοίτη)].

Greek Monotonic

ὀψίκοιτος: -ον (κοίτη), αυτός που πηγαίνει αργά να πλαγιάσει, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ὀψίκοιτος: (ῐ) поздно засыпающий (ὄμματα Aesch.).