παλιλλογία

From LSJ
Revision as of 01:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλιλλογία Medium diacritics: παλιλλογία Low diacritics: παλιλλογία Capitals: ΠΑΛΙΛΛΟΓΙΑ
Transliteration A: palillogía Transliteration B: palillogia Transliteration C: palillogia Beta Code: palillogi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A recapitulation, Arist.Rh.Al.1433b29: pl., ib. 1428a8.    2 equivocation, Thphr.Char.1.7 (pl.).

German (Pape)

[Seite 448] ἡ, das Wiederholen des Gesagten, Rhett. – Auch das Widerrufen des Gesagten, der Widerspruch, Theophr. char. 2.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλιλλογία: ἡ, ἀνακεφαλαίωσις, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 21, 1· πληθ., αὐτόθι 7, 3. 2) ἄρνησις τῶν λεχθέντων, παλινῳδία, Θεοφρ. Χαρακτ. 2.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 récapitulation;
2 rétractation.
Étymologie: πάλιν, λέγω² et λέγω³.

Greek Monolingual

η (ΑΜ παλιλλογία) παλιλλογώ
νεοελλ.
η συχνή και ανιαρή επανάληψη τών ίδιων λόγων, αναμάσημα, ταυτολογία
μσν.-αρχ.
άρνηση τών λεχθέντων, αναίρεση
αρχ.
ανακεφαλαίωση.

Greek Monotonic

πᾰλιλλογία: ἡ,
I. ανακεφαλαίωση, σε Αριστ.
II. ανάκληση των λεγομένων, παλινωδία, σε Θεόκρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλιλλογία -ας, ἡ [παλιλλογέω] recapitulatie. dubbelzinnigheid. Thphr. Char. 1.7.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλιλλογία: ἡ повторение, пересказ Arst.