παραβλώσκω

From LSJ
Revision as of 11:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραβλώσκω Medium diacritics: παραβλώσκω Low diacritics: παραβλώσκω Capitals: ΠΑΡΑΒΛΩΣΚΩ
Transliteration A: parablṓskō Transliteration B: parablōskō Transliteration C: paravlosko Beta Code: parablw/skw

English (LSJ)

poet. pf. παρμέμβλωκα,

   A go beside, esp. for the purpose of protecting, τῷ δ' αὖτε φιλομμειδὴς Ἀφροδίτη αἰεὶ παρμέμβλωκε Il.4.11; ἦ γάρ οἱ αἰεὶ μήτηρ παρμέμβλωκεν 24.73.

German (Pape)

[Seite 472] (s. βλώσκω), neben Einem gehen, bes. um ihn zu schützen, Hom. nur παρμέμβλωκε, Il. 4, 11. 24, 73.

Greek (Liddell-Scott)

παραβλώσκω: ποιητικ. πρκμ. παρμέμβλωκα, συνοδεύω τινά, βαδίζω πλησίον αὐτοῦ, μάλιστα ὅπως ὑπερασπίσω αὐτόν, παραστατῶ, τῷ δ’ αὖτε φιλομμειδὴς Ἀφροδίτη αἰεὶ παρμέμβλωκε Ἰλ. Δ. 11· ἡ γάρ οἱ αἰεὶ μήτηρ παρμέμβλωκεν Ω. 73.

French (Bailly abrégé)

seul. pf. poét. 3ᵉ sg. παρμέμβλωκε ou παρμέμβλωκεν;
venir au secours de, τινι.
Étymologie: παρά, βλώσκω.

English (Autenrieth)

perf. παρμέμβλωκε: go (with help) to the side of, Il. 4.11 and Il. 24.73.

Greek Monolingual

Α
βαδίζω κοντά σε κάποιον, συνοδεύω κάποιον προκειμένου να τον βοηθήσω ή να τον υπερασπίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + βλώσκω «έρχομαι»].

Greek Monotonic

παραβλώσκω: Επικ. παρακ. παρ-μέμβλωκα, συνοδεύω κάποιον με σκοπό να τον προστατέψω, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

παραβλώσκω: только эп. 3 л. sing. pf. παρμέμβλωκε(ν) приходить на выручку (τινί Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-βλώσκω, alleen ep. perf. 3 sing. παρμέμβλωκε, terzijde staan, helpen.