Πάρος

From LSJ
Revision as of 01:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πάρος Medium diacritics: Πάρος Low diacritics: Πάρος Capitals: ΠΑΡΟΣ
Transliteration A: Páros Transliteration B: Paros Transliteration C: Paros Beta Code: *pa/ros

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ,

   A Paros, h.Ap.44, Cer.491 :—Adj. Πάριος, α, ον, Πάριος λίθος Parian marble, Pi.N.4.81, Hdt.3.57 ; ἡ Παρία λύγδος D.S.2.52.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
Paros, une des Cyclades.
Étymologie: ?

English (Slater)

Πᾰρος the island. μνάσθηθ' ὅτι τοι ζαθέας Πάρου ἐν γυάλοις ἕσσατο ἄνακτι βωμὸν (sc. Ἡρακλέης) fr. 140a. 63 (37), cf. titulum, Πα. 1. 3, ]ΑΡΙΟΙΣ[.

Greek Monotonic

Πάρος: [ᾰ], ἡ, Πάρος, νησί των Κυκλάδων, γνωστή για το λευκό της μάρμαρο, σε Ομηρ. Ύμν.· επίθ. Πάριος, , -ον, Πάριος λίθος, το Παριανό μάρμαρο, σε Πίνδ., Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

Πάρος: (ᾰ) ἡ Парос (один из Кикладских о-вов) HH, Her.