ποδάγρα

From LSJ
Revision as of 13:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποδάγρα Medium diacritics: ποδάγρα Low diacritics: ποδάγρα Capitals: ΠΟΔΑΓΡΑ
Transliteration A: podágra Transliteration B: podagra Transliteration C: podagra Beta Code: poda/gra

English (LSJ)

ἡ,

   A trap for the feet, X.Cyr.1.6.28, Call.Fr.anon.379, AP 6.296 (Leon.), Opp.C.1.156.    II foot disease of dogs, oxen, horses, Arist.HA604a5,14,23; gout, of human beings, IG42(1).122.133 (Epid., iv B.C.), Dsc.1.104, Arr.Epict.3.22.40, Philostr.VA4.30: pl., Str.15.1.43.

German (Pape)

[Seite 642] ἡ, 1) Fußschlinge, Fußfalle, Xen. Cyr. 1, 6, 28. – 2) gichtische Lähmung der Füße, Podagra, Plut. Sull. 26, Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ποδάγρα: ἡ, παγὶς διὰ τοὺς πόδας, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 28, Ἀνθ. Π. 6. 296, Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 757D. ΙΙ. ἀρθρῖτις ἐν τοῖς ποσίν, ἀντίθ. τῷ χειράγρα, κυρίως ἐπὶ ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ κυνῶν, βοῶν, καὶ ἵππων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 22, 2., 23, 1., 24, 1.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
piège qui saisit l’animal par le pied.
Étymologie: πούς, ἀγρέω.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
χρόνια νόσος, προσβολή της πρώτης μεταταρσιοφαλαγγικής αρθρώσεως του ποδιού από ουρική αρθρίτιδα
αρχ.
1. παγίδα για σύλληψη θηραμάτων από τα πόδια («δουλοῡν ὗς ἀγρίους πλέγμασιν... ἐλάφους τε ποδάγραις καὶ ἁρπεδόναις», Ξεν.)
2. (ως κύριο ὁν.) Ποδάγρα
προσωνυμία της Αρτέμιδος («ἔστι δὲ καὶ Ποδάγρας ἄλλης Ἀρτέμιδος ἐν τῇ Λακωνικῇ ἱερόν», Κλήμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ἄγρα «κυνήγι, πιάσιμο». Η λ. χρησιμοποιείται και με τη σημ. «παγίδα» (πρβλ. γαλε-άγρα, μυ-άγρα) και με σημ. «νόσος τών ποδιών» (πρβλ. χειρ-άγρα)].

Greek Monotonic

ποδάγρα: ἡ,
I. παγίδα για τα πόδια, σε Ξεν., Ανθ.
II. αρθρίτριδα στα πόδια, αντίθ. προς χειράγρα.

Russian (Dvoretsky)

ποδάγρα: поэт. ποδάγρη
1) ножной силок или капкан (δολοῦν ἐλάφους ποδάγραις Xen.; θήρεσσιν πηγνύναι ποδάγρας ap. Plut.);
2) ревматическая боль в ногах, подагра Plut., Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποδάγρα -ας, ἡ, Ion. en poët. ποδάγρη en ποδαγρίη [πούς, ἀγρέω] voetklem. geneesk. jicht.