ποδαγρικός
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
ή, όν,
A gouty, of persons, Plb.36.14.2, D.S.32.20, Dsc. 1.15, 3.133, Herod.Med. ap. Orib.10.8.9, Plu.Cat.Ma.9. 2 of or from gout, gouty, πάθη Id.2.1087e, cf. Ph.1.525; νόσος D.L.5.68; τὰ π. Hp.Aph.5.25, Thphr.HP9.9.1. 3 for gout, δυνάμεις, φάρμακον, Dsc.5.128, Gal.11.432.
German (Pape)
[Seite 642] ή, όν, podagrisch, an der Fußgicht leidend, Sp., bes. Medic.; ῥεύματα, Plut. non posse. 3.
Greek (Liddell-Scott)
ποδαγρικός: -ή, -όν, ὑποκείμενος εἰς ποδάγραν, πάσχων ἐξ ἀρθρίτιδος, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 9. 2) ὁ ἀνήκων εἰς ποδάγραν ἢ προερχόμενος ἐκ ποδάγρας, ῥεύματα ὁ αὐτ. 2. 1087Ε· νόσος π. Διογ. Λ. 5. 68, οὕτω, τὰ ποδαγρικὰ Ἱππ. Ἀφ. 1254, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 9, 1.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui a la goutte aux pieds, podagre;
2 qui concerne la goutte.
Étymologie: ποδάγρα.
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ ποδάγρα
1. αυτός που αναφέρεται στην ποδάγρα ή προέρχεται από ποδάγρα (α. «εἰ ποδαγρικῷ χρήσαιτο πάθει», Φίλων
β. «νόσῳ ποδαγρικῇ καταπονηθείς», Διογ. Λαέρ.)
2. αυτός χρησιμεύει για τη θεραπεία της ποδάγρας («ποδαγρικὸν φάρμακον», Γαλ.)
Greek Monotonic
ποδαγρικός: -ή, -όν, υποκείμενος σε ποδάγρα, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποδαγρικός -ή -όν [ποδάγρα] geneesk. jichtlijder; subst. τὰ\n ποδαγρικά jicht.
Russian (Dvoretsky)
ποδαγρικός: 1) страдающий подагрой Plut.;
2) подагрический (ῥεύματα Plut.; νόσος Diog. L.).
Middle Liddell
ποδαγρικός, ή, όν [from ποδάγρα
liable to gout, gouty, Plut.